Κρατική στήριξη με ημερομηνία λήξης

Κρατική στήριξη με ημερομηνία λήξης

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά τη συντριβή του 1929, η αμερικανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά το ένα τέταρτο, με το ποσοστό ανεργίας να φτάνει στο 25%. Αυτή τη φορά, με τις τράπεζες προστατευμένες χάρη στην κρατική παρέμβαση, τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και τα μεγάλα κρατικά πακέτα δαπανών, η οικονομική δυσπραγία είναι πολύ μικρότερη. Ωστόσο η ύφεση παραμένει εξαιρετικά επίπονη, ενθαρρύνοντας μια αίσθηση αποστροφής προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα και ιδίως προς τις μεγάλες τράπεζες. Αυτό δεν αντικατοπτρίζει μόνο τις αμαρτίες του παρελθόντος, αλλά και την αντίληψη ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στην πραγματικότητα.

Αυτό βεβαίως δεν είναι απόλυτα αληθές. Πολλοί τραπεζίτες χάσανε τις δουλειές τους, ορισμένοι ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο έχουν αλλάξει χέρια, γνωστές εταιρείες όπως η Merrill Lynch έχουν απορροφηθεί από άλλους ομίλους, ενώ η φήμη κάποιων άλλων όπως η UBS και η Citigroup έχει αμαυρωθεί. Στον αντίποδα, έχουν υπάρξει και νικητές. Πολλές εμπορικές τράπεζες έχουν αποδώσει καλά (κυρίως σε Ισπανία, Καναδά και Αυστραλία). Παράλληλα κάποιες τράπεζες όπως οι JP Morgan, Bank of America και Barclays έχουν επεκτείνει τις επενδύσεις τους.

Ωστόσο οι δραματικές αλλαγές της ιεραρχίας αποκρύπτουν ουσιαστικά την έλλειψη πιο σοβαρών αλλαγών στο σύνολο του συστήματος. Αν εξαιρέσεις τη Lehman, δεν επετράπη σε καμία μεγάλη εταιρεία να αποτύχει (όπως θα είχαν κάνει αν δεν τους είχε παρασχεθεί βοήθεια). Πράγματι, το σύνολο των χρηματοπιστωτικών εταιρειών δεν έχει στην πραγματικότητα γίνει μικρότερο. Αν εξαιρεθούν τα «χρήσιμα» δάνειά τους προς την πραγματική οικονομία, τότε το τελευταίο έτος, τα προσαρμοσμένα στον κίνδυνο εναπομείναντα στοιχεία του ενεργητικού των εννέα μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών παγκοσμίως παραμένουν σταθερά. Οι στατιστικές μετρήσεις των μέγιστων απωλειών που πιθανότατα να αντιμετωπίσουν από αυτές τις θέσεις υπονοούν ότι πλέον αναλαμβάνουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

Οι συνδυασμένοι ισολογισμοί τους είναι κατά 40% μεγαλύτεροι απ’ ό, τι στα μέσα του 2005. Και όλα αυτά έχουν μεταφραστεί σε δημόσια οργή εξαιτίας της ανόητης απόφασης κάποιων να καταβάλουν μπόνους ακόμα και υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες.

Η οργή για την επιστροφή στις παλαιές πρακτικές είναι κατανοητή, αλλά όχι και καλή βάση για τη ρύθμιση του κλάδου.

Η πρόσφατη επιστροφή κερδών και μπόνους έχει συμβεί κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες: Είναι ευκολότερο για τις υγιείς τράπεζες να εμφανίσουν κέρδη όταν οι αντίπαλοί τους είναι εξασθενημένοι. Μόλις οι ανταγωνιστικές τους όμως σταθούν ξανά στα πόδια τους, τότε τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Αντί για την επιστροφή στα υψηλά μπόνους, ίσως να σηματοδοτούν το τελευταίο «ζήτω».

Τα μπόνους, ως επί το πλείστον, αποτελούν το σύμπτωμα και όχι την ασθένεια. Σίγουρα έχουν κάνει ζημιά, πείθοντας τους χρηματιστές να φορτώσουν το σύστημα με τοξικά προϊόντα και απορροφώντας κεφάλαια:

Το έτος πριν από την κατάρρευσή της, η LehmaBrothers διέθεσε 5,1 δισ. δολάρια σε ρευστό για μισθούς και μπόνους, ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του κεφαλαίου που τους απέμεινε πριν από την κατάρρευση. Πιο πρόσφατα, η MorgaStanley υποσχέθηκε τόσο υψηλές αμοιβές για το τελευταίο της τρίμηνο που σχεδόν παρουσίασε ζημίες. Σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, αυτό θα αποτελούσε κίνδυνο για τους μετόχους. Ομως, τα χρηματιστηριακά ρίσκα αφορούν πλέον τους πάντες, καθώς οι τράπεζες βασίζονται άμεσα και έμμεσα στα χρήματα των φορολογουμένων. Το μέγεθος αυτής της βοήθειας είναι τεράστιο, με τα δάνεια και τις εγγυήσεις των κεντρικών τραπεζών να φτάνουν στα 2,7 τρισ. δολάρια. Οπως θα συνέβαινε με οποιοδήποτε κλάδο, η φθηνή πρόσβαση σε δημόσια κεφάλαια δίνει κάθε κίνητρο στη χρηματιστηριακή βιομηχανία να γίνει όσο το δυνατό μεγαλύτερη.

Το να αφαιρέσεις τη ρητή πλευρά τη ς κρατικής δέσμευσης είναι σχετικά απλό. Ορισμένες εγγυήσεις εξακολουθούν να είναι χρήσιμες, αλλά μία προθεσμία, ας πούμε, πέντε ετών για την οριστική λήξη των διάφορων κυβερνητικών εγγυήσεων που δόθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, πρέπει να καθοριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με την οικονομία σε καλύτερη κατάσταση, κάτι τέτοιο φαίνεται πολύ πιο ρεαλιστικό απ’ ό, τι πριν από έξι μήνες. Αλλά ακόμη και τότε η σιωπηρή υπόθεση είναι ότι οι τράπεζες θα διασώζονται πάντα. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα, και έχει δύο απαντήσεις: Ρυθμίσεις στις τράπεζες, ώστε να γίνουν ασφαλέστερες, και προσπάθεια περιορισμού της σιωπηρής εγγύησης. Πλέον, χρειάζονται και οι δύο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή