Η επέτειος από την πτώχευση της Lehman Brothers και την πιστωτική κρίση που ακολούθησε είναι ευκαιρία για περισυλλογή. Φοβούμαι πως η συλλογική μας αντίδραση ήταν εσφαλμένη. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος θα ήθελε να πιστεύουμε πως αν η Federal Reserve και το υπουργείο Οικονομικών είχαν σπεύσει να σώσουν τη Lehman, όλα θα ήταν μια χαρά. Ανοησίες. Η πτώχευση της Lehman δεν ήταν αιτία, αλλά συνέπεια των προβληματικών μεθόδων δανεισμού και της ακατάλληλης εποπτείας από πλευράς των ρυθμιστικών αρχών.
Φούσκα δανεισμού
Οι κεφαλαιαγορές δάνειζαν δημιουργώντας μια φούσκα. Είχαν μια δομή που ενεθάρρυνε την υπερβολική ανάληψη κινδύνου και την κοντόφθαλμη συμπεριφορά. Και δεν ήταν τυχαίο. Ηταν αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς από πλευράς των λόμπι που είχαν συστηματικά αποτρέψει την επιβολή ρυθμίσεων για τον έλεγχο καινούργιων επενδυτικών προϊόντων. Μας είπαν πως άφησαν τη Lehman να πτωχεύσει επειδή η κατάρρευσή της δεν εγκυμονούσε κινδύνους για το σύστημα. Οι συστημικές επιπτώσεις που επέφερε η πτώχευσή της χρησιμοποιήθηκαν, ασφαλώς, ως πρόσχημα για μια σειρά κρατικών ενισχύσεων στις τράπεζες. Κι έτσι η κατάρρευση της Lehman αποτέλεσε στην καλύτερη περίπτωση ένα φόβητρο για να αποσπασθούν όσα περισσότερα ήταν δυνατόν για λογαριασμό των τραπεζών και των στελεχών τους, που έφεραν τον κόσμο στα πρόθυρα οικονομικής καταστροφής. Η κυβέρνηση μπορούσε να είχε βρει τη μέση οδό ανάμεσα στο ψευδεπίγραφο δίλημμα ενίσχυση ή κατάρρευση. Ετσι θα είχε προστατεύσει το σύστημα των πληρωμών θυσιάζοντας το ελάχιστο ποσό από τα χρήματα των φορολογουμένων. Οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν απομακρυνθεί προτού χρειαστεί να διοχετευθούν χρήματα από τα δημόσια ταμεία.
Προστασία μετόχων
Δεν ήταν ανάγκη η ενίσχυση προς τις αμερικανικές τράπεζες να συνεπάγεται ενίσχυση των στελεχών τους, των μετόχων τους και των πιστωτών τους. Θα μπορούσαμε να είχαμε διατηρήσει τις τράπεζες σε λειτουργία ακόμη κι αν είχαμε λειτουργήσει με τους συνήθεις κανόνες του καπιταλισμού που υπαγορεύουν πως όταν μια εταιρεία δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στους πιστωτές της, οι μέτοχοι χάνουν τα πάντα. Αναμφίβολα δεν έπρεπε να είχαμε αφήσει τις τράπεζες να γίνουν τόσο μεγάλες και τόσο αλληλένδετες ώστε η κατάρρευσή τους να προκαλεί κρίση. Αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα δημιούργησε μια νέα αντίληψη: όσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι υπερβολικά μεγάλα για να διαλυθούν, είναι υπερβολικά μεγάλα για να τους επιβάλουν οι χρηματαγορές την αναγκαία πειθαρχία. Είναι σαν να υπογράψαμε λευκή επιταγή. Δεν αποφύγαμε το παιχνίδι τους. Στην πραγματικότητα τώρα έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια της Fed με σχεδόν μηδενικά επιτόκια και φαίνεται πως συγκεντρώνουν μεγάλες αποδόσεις και κέρδη.
Τίποτα δεν άλλαξε
Ο Μπαράκ Ομπάμα υπεραμύνθηκε του τρόπου με τον οποίο αντέδρασε η κυβέρνησή του στη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα χρόνο μετά δεν έχει ακόμη λάβει τα αναγκαία μέτρα για να περιορίσει το μέγεθος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, την ανάληψη κινδύνου και τη μεταξύ τους αλληλεξάρτηση. Εχει, αντιθέτως, αφήσει τις τράπεζες να γίνουν ακόμη μεγαλύτερες, ενώ δεν έχει κατορθώσει να αναχαιτίσει τη ροή των μπόνους στα άσωτα στελέχη της Wall Street. Η έκκληση που απηύθυνε στη Wall Street να υποστηρίξει «την πλέον φιλόδοξη αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά τη Μεγάλη Υφεση» είναι ευπρόσδεκτη αλλά, όπως πάντα, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι ακόμη πρόθυμα να εμπλακούν σε τυχερά και κερδοσκοπικά παιχνίδια. Δεν θα έχουν καμία δικαιολογία αν το κάνουν αυτά που έτυχαν της αρωγής του κοινού. Η έμμεση εγγύηση στρεβλώνει την αγορά παρέχοντάς τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και δημιουργώντας μια δυναμική διαρκούς αύξησης και συγκεντρωτισμού. Μοναδικός έλεγχος στην όλη διαδικασία είναι αποκλειστικά και μόνον η ικανότητα των διοικήσεών τους.
Το τίμημα της ανικανότητας
Το επεισόδιο Lehman καταδεικνύει πως η ανικανότητα έχει ένα τίμημα. Το ότι θα εμφανίζονταν σοβαρά προβλήματα στα χρηματοπιστωτικά μας ιδρύματα ήταν προφανές από τις αρχές του 2007, όταν έσκασε η φούσκα. Οσοι είχαν αφήσει τη φούσκα να διογκωθεί, όσοι σφύριζαν αδιάφορα όταν γίνονταν συνήθης πρακτική οι εσφαλμένες μέθοδοι δανεισμού είχαν οδηγηθεί από τις αυταπάτες τους και από την ψευδαίσθηση πως τα προβλήματα ήταν προσωρινά. Μετά την κατάρρευση της Bear Stearns, όμως, και δεδομένου ότι διαχεόταν η φημολογία πως θα ακολουθούσε η Lehman, η Fed και το υπουργείο Οικονομικών έπρεπε να είχαν μελετήσει πώς θα διαχειρίζονταν την πτώχευση ενός μεγάλου και σύνθετου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Η περίπτωση της Lehman Brothers ήταν το σύμπτωμα μιας δυσλειτουργίας του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος και των ρυθμιστικών αρχών. Θα έπρεπε να μας έχει διδάξει πως η πρόληψη είναι ευκολότερη και σαφώς φθηνότερη από τη θεραπεία.
Η άποψη της αγοράς
Ενα περιβάλλον οικονομικής ανάκαμψης, με υποτονικές πληθωριστικές πιέσεις και χαλαρή νομισματική πολιτική ευνοεί τις αγορές μετοχών, επισημαίνει ο Μπομπ Ντολ, αντιπρόεδρος και επικεφαλής του τμήματος μετοχών της εταιρείας επενδύσεων BlackRock. Κατά τον ίδιο, οι επενδυτές ήδη μετακινούν τις τοποθετήσεις τους από τις αγορές χρήματος, οι οποίες κατά βάση παρουσιάζουν μηδενικές αποδόσεις, σε άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η τάση απέχει αρκετά ακόμη από το να εξαντληθεί, τονίζει. Οπως εκτιμά χαρακτηριστικά, «οι αποτιμήσεις των μετοχών κινούνται σε λογικά όρια, τα κέρδη των επιχειρήσεων συνεχίζουν να βελτιώνονται και υπάρχει σύνεση σ’ ό,τι αφορά τις κεφαλαιακές δαπάνες. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι αντιδράσεις των αγορών είναι προβλέψιμες. Το αντίθετο. Και αυτό διότι, παρά τα θετικά σημάδια, η κατάσταση της οικονομίας παραμένει ευάλωτη. Διατηρούμε, ωστόσο, την πεποίθηση ότι λιγοστεύουν οι αντιστάσεις ως προς μια γενικότερη τάση αποδόσεων».
Σύμφωνα με την BlackRock, το γεγονός ότι οι αγορές παραμένουν απρόβλεπτες αποδεικνύεται από τις έντονες μεταπτώσεις του τελευταίου μήνα. Το τελευταίο δεκαπενθήμερο, όμως, οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Ευρώπη και ΗΠΑ κέρδισαν έδαφος, με τον δείκτη Dow Jones της Νέας Υόρκης να εκτοξεύεται στο υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2009 κατά τα μέσα αυτής της εβδομάδας.
Σε κάθε περίπτωση, ουδείς πρέπει να αγνοεί το μακροοικονομικό περιβάλλον, τονίζει ο κ. Ντολ. Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να διανύει φάση απομόχλευσης, δηλαδή αποδέσμευσης από στρεβλά δανειακά κεφάλαια, και οδεύει σε ήπια ανάκαμψη. Οι αγορές πίστωσης, δηλαδή παροχής δανείων σε επίπεδο και λιανικής και χονδρικής τραπεζικής, βρίσκονται ακόμη σε κρίσιμο στάδιο, ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να περιορίσουν τις δαπάνες τους. Εκτιμά δε ότι στο άμεσο μέλλον, είναι απίθανο να υπάρξει μείωση της ανεργίας διότι οι επιχειρήσεις διστάζουν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους.