Σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, δέχονται πιέσεις για μείωση του δημόσιου χρέους τους, η Cisco Systems διερευνά τρόπους για μεγαλύτερη ελάφρυνση των φορολογικών της υποχρεώσεων. Ηδη, η διοίκηση έχει καταφέρει να περιορίσει τις υποχρεώσεις της προς το αμερικανικό δημόσιο κατά 7 δισ. δολ. από το 2005 μέχρι σήμερα, μεταφέροντας το ήμισυ της κερδοφορίας της σε θυγατρική που εδρεύει στις ελβετικές Αλπεις. Σήμερα, η Cisco, η μεγαλύτερη κατασκευάστρια διαδικτυακού εξοπλισμού, θέλει να πείσει το Κογκρέσο να περάσει φοροαπαλλαγές σε πολυεθνικές που επαναπατρίζουν τα έσοδά τους. Για να υποστηρίξει τη θέση της Cisco, ο διευθύνων σύμβουλος, Τζον Τσέιμπερς, δηλώνει ότι οι εταιρείες που θα απολαμβάνουν αυτές τις φοροαπαλλαγές, ουσιαστικά, θα στηρίζουν την οικονομία με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Ανάλογες προσπάθειες γίνονται από την Google, την Apple και την Pfizer, οι οποίες θα εξέταζαν, σύμφωνα με πηγές, την «επιστροφή» των κερδών τους στις ΗΠΑ εάν ο τελικός φορολογικός συντελεστής μειωνόταν στο 5,25%.
Μέχρι σήμερα, η Cisco έχει επιδείξει μεγάλη δεξιοτεχνία σ’ ό,τι αφορά τη μείωση της φορολόγησης των κερδών της. Από το 2008 μέχρι το 2010 κατάφερε να μειώσει τον φορολογικό συντελεστή στο 5%, περίπου, μεταφέροντας τα κέρδη από παγκόσμιες πωλήσεις 20 δισ. δολαρίων μέσα από «κανάλια» της Ολλανδίας, της Ελβετίας και των Βερμούδων.
Αν και η Cisco δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα φοροδιαφυγής, οικονομικοί και νομικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το Κογκρέσο δεν θα πρέπει να επιβραβεύει αυτή τη συμπεριφορά νομικών προσώπων, προσφέροντας ακόμη μεγαλύτερα μέσα για να μειώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος. Ειδικότερα κάτω από την τρέχουσα συγκυρία, καθώς οι ΗΠΑ δέχονται πιέσεις για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους, κάθε πηγή πρόσθετων φορολογικών εσόδων από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους είναι πολύτιμη. Οι Ρεπουμπλικανοί αντιστέκονται σε αύξηση της φορολογίας, ασκώντας πιέσεις στο κυβερνών κόμμα των Δημοκρατικών για μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, προκειμένου να εγκρίνουν την άνοδο του ορίου στο αμερικανικό χρέος.