Η στάση της ΕΚΤ θωρακίζει την Ευρωζώνη

Η στάση της ΕΚΤ θωρακίζει την Ευρωζώνη

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την επίμονη άρνησή της να εξακολουθήσει να δέχεται ως ενέχυρο για την παροχή ρευστότητας ομόλογα που έχουν υποβαθμιστεί στην κατηγορία «selective default» ήταν -αν όχι το κλειδί- σίγουρα ένα από τα κλειδιά στη σύναψη της συμφωνίας της Πέμπτης. Σε αυτήν προσέκρουαν πολλές από τις υπό εξέταση λύσεις, λίγες ώρες πριν από την έκτακτη σύνοδο.

Η τράπεζα διεκδίκησε, βέβαια, και επέτυχε να λάβει την εγγύηση του Μόνιμου Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), αλλά η στάση που κράτησε μέχρι την τελευταία στιγμή προκάλεσε ερωτήματα ως προς το ποια ήταν η συλλογιστική της. Είχε, άλλωστε, δεχθεί επικρίσεις από μερίδα οικονομολόγων, που την επέκριναν μάλιστα σε αντιδιαστολή με τη στάση της Federal Reserve. Οπως επισήμαναν, με την επιλογή της να αγοράσει περίπου 1 τρισ. δολάρια τίτλους συνδεδεμένους με τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κατόρθωσε να διασώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ και την αμερικανική οικονομία. Στο πνεύμα αυτό την επέκρινε, άλλωστε, και ο οικονομολόγος και κάτοχος Νομπέλ Οικονομίας Τζόζεφ Στίγκλιτς, όταν στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στην Αθήνα μέσα στην εβδομάδα τόνισε πως «μετά την αναδιάρθρωση, το χρέος μιας χώρας είναι πιο ασφαλές».

Με σχετικό δημοσίευμά της, η εφημερίδα The Wall Street Journal αποδίδει τις κάλλιστες δυνατές προθέσεις στην ΕΚΤ μιλώντας για το πολιτικό όραμά της, που δεν είναι άλλο από τη δημοσιονομική έως και πολιτική ενοποίηση της Ευρωζώνης. Οι συντάκτες του εν λόγω δημοσιεύματος επισημαίνουν πως όταν θα είχε αποκλεισθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να συσσωρεύει όλο και περισσότερα δάνεια από τους επίσημους πλέον δανειστές της, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αποπληρώνοντας τα χρέη της στις αγορές με τα δάνεια αυτά και μη μπορώντας να ξαναβγεί στις αγορές, θα κατέληγε σταδιακά να μην έχει παρά χρέη μόνον στους επίσημους δανειστές της. Είναι ευρέως γνωστό πως η ΕΚΤ είχε επίμονα επικαλεσθεί την ανάγκη να διασφαλισθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σύμφωνα με τη WSJ, πάντως, η επιχειρηματολογία της αυτή δεν εξηγεί πλήρως τη στάση της. Οπως επισημαίνει η εφημερίδα, μια επιμήκυνση συνεπάγεται μείωση της έκθεσης των φορολογουμένων της Ευρωζώνης ενώ διατηρεί την πίεση για να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης της Ελλάδας. Τονίζει, επίσης, πως η επιμήκυνση δεν επιφέρει απαραιτήτως πλήγμα στην ίδια την ΕΚΤ που έχει μεγάλη έκθεση σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Συμπεραίνουν, έτσι, πως δεν προσφέρει επαρκή εξήγηση ούτε το επιχείρημα περί της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος ούτε εκείνο περί της ζημίας που θα μπορούσε να υποστεί η ΕΚΤ.

Επικαλούνται, αντιθέτως, δηλώσεις στις οποίες προέβη ο πρόεδρος της ΕΚΤ τον περασμένο μήνα στο Ααχεν, όταν ο κ. Τρισέ κάλεσε τους Ευρωπαίους ηγέτες να ενισχύσουν την τάση που αναπτύσσεται προς μια πολιτική και δημοσιονομική ενοποίηση με σκοπό την περιφρούρηση της Ευρωζώνης. Καταλήγουν, έτσι, στο συμπέρασμα πως απώτερος στόχος της τράπεζας ήταν να εξωθήσει τα πράγματα προς την οικονομική και δημοσιονομική ενοποίηση της Ευρωζώνης που θα περνούσε αναγκαστικά από τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας σε δημοσιονομικά θέματα.

Σχετικό δημοσίευμα των βρετανικών Financial Times αποδίδει, πάντως, τη στάση της ΕΚΤ σε διπλωματικούς ελιγμούς, με στόχο απλώς αυτό που επέτυχε: να δεσμευθούν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πως θα χορηγήσουν τα απαιτούμενα κονδύλια για την κεφαλαιακή ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών. Οπως χαρακτηριστικά τονίζει: «Ηθελε να μη βρεθεί στη θέση να στηρίζει η ίδια τη δημοσιονομική πολιτική, ουσιαστικά τυπώνοντας χρήμα». Χωρίς να εξετάζει τα βαθύτερα ελατήρια της ΕΚΤ, άλλωστε, σχετικό δημοσίευμα των New York Times καλεί τις ευρωπαϊκές χώρες να προχωρήσουν σε περαιτέρω δημοσιονομική και οικονομική ενσωμάτωση και προεξοφλεί πως για κάτι τέτοιο «οι χώρες θα αναγκασθούν να εκχωρήσουν σημαντικό μερίδιο της εθνικής τους κυριαρχίας». Και φυσικά διαβλέπει αυτήν την προοπτική στη συμφωνία της Πέμπτης.

«Καλύτερη από όσο περιμέναμε»

Ερμηνεύοντας τη στάση της ΕΚΤ στο θέμα της υποβάθμισης των ελληνικών ομολόγων στη βαθμίδα selective default, οι Financial Times επικαλούνται τις εκτιμήσεις του Τζιλ Μόεκ, εκ των επικεφαλής της μονάδας ευρωπαϊκής οικονομίας στην Deutsche Bank. Ο κ. Μόεκ ανέφερε στη βρετανική εφημερίδα πως η στάση της τράπεζας επί του θέματος «έμοιαζε πάντα με διαπραγματευτικό χαρτί». Ο ίδιος εκτιμά πως η ΕΤΚ ήθελε να αποφύγει να βρεθεί εκ νέου στην κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί μετά τις αποφάσεις που ελήφθησαν τον Μάιο του 2010 για το πρώτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας. Τότε η τράπεζα άρχισε να διοχετεύει χρήματα στις τράπεζες αποδεχόμενη ως ενέχυρο κρατικά ομόλογα, αλλά «τα χρήματα που έριχνε στο τραπέζι βοηθούσαν τις κυβερνήσεις να επαναπαύονται». Καταλήγει, έτσι, στην εκτίμηση πως η συμφωνία που επετεύχθη στο θέμα αυτό με την εμπλοκή του προσωρινού μηχανισμού στήριξης, του EFSF, που θα αναλάβει την κεφαλαιακή ενίσχυση όσων τραπεζών τη χρειαστούν, «είναι καλή για την ΕΚΤ, ενδεχομένως καλύτερη από όσο περιμέναμε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή