Η υιοθέτηση του ευρώ και η θεωρία του προσωρινού σοκ

Η υιοθέτηση του ευρώ και η θεωρία του προσωρινού σοκ

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η υιοθέτηση του ευρώ ως κοινού νομίσματος για τις συμμετέχουσες στην Ευρωζώνη χώρες χαιρετίστηκε από πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και ανθρώπους των επιχειρήσεων ως ένα πολύ σημαντικό βήμα προς το ιδανικό της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης μέσω της δημιουργίας μιας Αριστης Νομισματικής Περιοχής όπως την οραματίστηκε ο Robert A. Mundell. Το νέο νόμισμα ήταν πολύ πιο επιτυχημένο απ’ ό, τι περίμεναν πολλοί οικονομολόγοι. Στη διεθνή οικονομική πραγματικότητα έχει καταφέρει να γίνει το δεύτερο, μετά το δολάριο, αποθεματικό νόμισμα για τις κεντρικές τράπεζες και περίπου τριάντα χώρες στον κόσμο επέλεξαν να συνδέσουν το νόμισμά τους με το ευρώ. Το νέο νόμισμα έχει εξαλείψει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και ελαχιστοποίησε το συναλλακτικό κόστος μέσα στην Ευρωζώνη, ενισχύοντας το ενδοευρωπαϊκό εμπόριο και την αποτελεσματική κατανομή κεφαλαίων.

Οι επιπτώσεις από τη χρήση του νέου νομίσματος δεν ήταν ομοιόμορφη στις χώρες-μέλη. Ενα σημαντικό τέτοιο παράδειγμα ήταν η Ελλάδα όπου η υιοθέτηση του ευρώ οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις τιμών, καθώς οι καταναλωτές δεν είχαν καμία σχετική εμπειρία και ελάχιστη πληροφόρηση για τη μετάβαση από τη δραχμή. Αγαθά τα οποία κόστιζαν 100 δραχμές (ή 0,29 ευρώ) με το ευρώ πλέον «στρογγυλοποιήθηκαν» στο 1 ευρώ. Ετσι ουσιαστικά, παρά το ότι η επίσημη ισοτιμία είχε κλειδώσει στις 340,75 δραχμές ανά ευρώ, η μετατροπή στην ελληνική εσωτερική αγορά έγινε με 100 δραχμές στο ευρώ. Αυτό ήταν ισοδύναμο με μια de facto ανεπίσημη ανατίμηση της δραχμής κατά 240%. Σε διαφορετικούς βαθμούς συνέβη το ίδιο και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Στην Ελλάδα, αυτή η απότομη αύξηση των τιμών αντιμετωπίστηκε από τους καταναλωτές ως αυτό που ονομάζουν οι οικονομολόγοι ένα «προσωρινό σοκ» ή μια «παροδική επίδραση στο εισόδημα». Ετσι, αντιμετωπίστηκε -λανθασμένα- ως μια προσωρινή μείωση στο πραγματικό τους εισόδημα.

Σύμφωνα με την «υπόθεση του μονίμου εισοδήματος» του Milton Friedman, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιδρούν σ’ ένα τέτοιο προσωρινό σοκ προσπαθώντας να αφομοιώσουν την επίδρασή του μέσω του δανεισμού.

Αυτό ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα. Τα νοικοκυριά άρχισαν να συσσωρεύουν χρέος, ελπίζοντας να το αποπληρώσουν όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν. Η αισιοδοξία από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, η σταθερή ανάπτυξη και άλλοι καθαρά συναισθηματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες, όπως η ανάληψη από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δημιούργησαν ένα διάχυτο αίσθημα σιγουριάς ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αυτή η κατάσταση τροφοδοτήθηκε περισσότερο από την άνευ προηγουμένου πιστωτική επέκταση στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτή η πιστωτική ανάπτυξη υποστηρίχθηκε από την ευκολία με την οποία τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια από την ευρύτερη και πλέον ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου. Τα πιστωτικά ιδρύματα έτσι μεγέθυναν τους ισολογισμούς τους μέσω της χρηματοοικονομικής μόχλευσης (leveraging). Ως αποτέλεσμα όλοι στην Ελλάδα ζούσαν μια αδικαιολόγητη ευφορία. Αυτή η κατάσταση αποδείχθηκε, όπως είδαμε πρόσφατα, καταστροφική. Η Ελλάδα, όπως και άλλες περιφερειακές οικονομίες της Ευρωζώνης, αντιμετώπισαν ένα χάσμα παραγωγικότητας σε σχέση με τις κεντρικές οικονομίες. Για να είναι επιτυχημένη η νομισματική ένωση στο σύνολό της, η οικονομική σύγκλιση ήταν απαραίτητη τόσο στα κρατικά οικονομικά (έλλειμμα, χρέος) όσο και στην οικονομική απόδοση του ιδιωτικού τομέα (παραγωγικότητα, καινοτομία). Η αδικαιολόγητη ευφορία που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ με το «εύκολο χρήμα» (εύκολο αλλά δανεικό) δημιούργησε μια ψευδαίσθηση πλούτου που αποπροσανατόλισε τόσο τον ιδιωτικό τομέα όσο και τις κυβερνήσεις από το να εστιάσουν στην ανάπτυξη και τη μείωση του χάσματος παραγωγικότητας από τους ευρωπαϊκούς μας εταίρους.

Στον βαθμό που κάποιες από τις μικρότερες οικονομίες, όπως της Ελλάδας, αντιμετωπίζουν δυσμενείς μεταβολές στο ΑΕΠ τους, που δεν είναι συγχρονισμένες με τις λεγόμενες «μεγάλες» χώρες για τις οποίες και σχεδιάζεται η νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ, το μόνο εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν είναι η δημοσιονομική πολιτική. Η Ελλάδα, όπως και άλλες μικρές περιφερειακές οικονομίες στην Ε. Ε., προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτές τις ασυμμετρίες δημιουργώντας ελλείμματα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος.

Τα τρέχοντα προβλήματα της χώρας μας με το χρέος, αλλά κυρίως την παραγωγικότητα, έχουν να κάνουν κατά μεγάλο μέρος με το ό, τι ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ. Οι απότομες εγχώριες αυξήσεις τιμών ήταν ισοδύναμες με μια σημαντική ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος όπως είδαμε παραπάνω και αυτό δημιούργησε δύο προβλήματα: πρώτα, οι καταναλωτές, βασισμένοι στη χαλαρή πιστωτική πολιτική, δεν μείωσαν την κατανάλωσή τους αλλά απορρόφησαν τις ανατιμήσεις μέσω δανεισμού (ο οποίος ουσιαστικά έγινε από το εξωτερικό) και έπειτα, η ήδη χαμηλή παραγωγικότητα συνδυάστηκε με μια πολύ μεγάλη de facto ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος (τιμών) που έκανε τα ελληνικά αγαθά πολύ ακριβά, οδηγώντας σε μείωση των εξαγωγών. Τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών που δημιουργήθηκαν χρηματοδοτήθηκαν περαιτέρω με περισσότερο εξωτερικό δανεισμό.

*Επίκουρος καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή