Η αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας… είναι τόσο σίγουρη όσο ο θάνατος και οι φόροι, προειδοποιούσε ματαίως η στήλη. Οι «βάρβαροι» είναι πλέον εντός των πυλών! Από τις 6 Μαΐου του 2010, οπότε και ψηφίστηκε ο νόμος που μετέφερε το διαβόητο Μνημόνιο στην ελληνική έννομη τάξη, η χώρα εισήλθε στη μετά Χρεοκοπία εποχή. Αλλά λίγοι πολίτες το αντιλήφθηκαν, καθώς η σπουδαιοφανής οικονομική – τεχνοκρατική σκέψη των οικονομολογούντων είχε παραλύσει κάθε σοβαρή πολιτική συζήτηση. Τα μέτρα του Μνημονίου Νο1 αποδείχθηκαν ασπιρίνες, μη δραστικές κατά της πολιτικής «πανώλους» του δημοσιονομικού ελλείμματος που γεννάει χρέη επειδή δεν εφαρμόστηκαν, μας λένε. Οι αναγνώστες, όμως, της στήλης ίσως θυμούνται πως η βασική ένσταση που είχα διατυπώσει κατά του Μνημονίου από την πρώτη μέρα ήταν ότι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει αλλά επιβαρύνει το πρόβλημα του χρέους. Αυτό ακριβώς συνέβη.
Χθες, τη σκυτάλη πήρε η Standard & Poor’s που υποβάθμισε την ελληνική οικονομία σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας» (selective default). Παρά το γεγονός ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη ήταν αναμενόμενη, Ωστόσο, η δυσμενής αυτή εξέλιξη πέρασε ως ένα επικοινωνιακό τρικ, επειδή δήθεν ήταν αναμενόμενη και ότι δήθεν θα διαρκέσει μέχρι να ολοκληρωθεί το PSI και στη συνέχεια ο διεθνής οίκος θα αναβαθμίσει την Ελλάδα. Ομως, η S&P δεν αναφέρεται στο πότε θα αναβαθμίσει την Ελλάδα, αλλά αναρωτιέται πότε θα ξαναχρειαστεί να την υποβαθμίσει… Ουδείς γνωρίζει τις συνέπειες στην περίπτωση που θα ενεργοποιηθούν τα CΑCs.
Ηδη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αμέσως ανακοίνωσε ότι η υποβάθμιση από τον οίκο S&P της Ελλάδας στην κατηγορία selective default συμπαρασύρει και τα ομόλογα που έχει εκδώσει ή εγγυηθεί το ελληνικό Δημόσιο, και πως δεν θα αποδέχεται τους τίτλους αυτούς ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Βεβαίως, όπως διευκρινίζει, οι ανάγκες χρηματοδότησης των τραπεζών στο πλαίσιο του ευρωσυστήματος θα καλύπτονται από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες μέσω του Εκτάκτου Μηχανισμού Ρευστότητας (του γνωστού ELA, Emergency Liquidity Assistance). Υπενθυμίζεται ότι, μέσω του συγκεκριμένου Μηχανισμού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προσφέρει στις ελληνικές τράπεζες ρευστότητα ύψους 42,9 δισ. ευρώ, ενώ η εξάρτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων από την ΕΚΤ (σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία τα οποία αφορούν τον μήνα Νοέμβριο) έφθασε τα 73,4 δισ. ευρώ. Πάντως, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι θα αρχίσει να αποδέχεται τους τίτλους του ελληνικού Δημοσίου ως εγγύηση, όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (ΡSΙ).
Οι Γερμανοί, αλλά και οι άλλοι βασικοί δανειστές μας, επιδίωξαν να γίνει η αναδιάρθρωση «εθελοντικά» και μέσα σε απόλυτα ελεγχόμενες «φιλικές» συνθήκες και όχι άναρχα και με απίστευτους κοινωνικούς και πολιτικούς κλυδωνισμούς. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ποιες θα είναι οι συνέπειες ούτε και σε μια αναδιάρθρωση αυτού του τύπου, αφού θα έχουμε «φεσώσει» τους πιστωτές μας, έστω και με τη συναίνεσή τους. Σε καμία περίπτωση η αναδιάρθρωση χρέους δεν είναι απλή υπόθεση και μπορεί να εκληφθεί ως πτώχευση. Αλλά η προπαγάνδα δίνει και παίρνει.
Πάνω στις πλάτες των υπερχρεωμένων χωρών στήνεται το νέο σκηνικό πολιτικής κυριαρχίας στην Ε.Ε. και διαμορφώνονται οι νέες οικονομικές ισορροπίες. Τράπεζες, επενδυτές, πολιτικοί και οι κερδοσκόποι που χειραγωγούν τις αγορές προσπαθούν να επηρεάσουν τη ροή των πραγμάτων κατά το δοκούν.
Σύμφωνα με τον Economist η ελληνική οικονομία έχει μπει σε ένα φαύλο κύκλο: «Αν παραμείνει αδύναμη, αυτό θα υπονομεύσει την ικανότητα της επόμενης κυβέρνησης για νέα μέτρα, πράγμα που με τη σειρά του θα προκαλέσει κι άλλη απώλεια της εμπιστοσύνης των δανειστών, που θα κλείσουν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Αραγε υπάρχει κάποια διέξοδος από αυτή την παγίδα;». Οι ξένοι ειδήμονες απαντούν πως «η διέξοδος αυτή δεν βρίσκεται μόνο στην αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά στην πώληση της γης και της κρατικής περιουσίας».
Οι κρίσεις εμφανίζονται πάντα απρόσκλητες και σε «ακατάλληλες στιγμές». Μέχρι εδώ, όλα είναι εν μέρει τουλάχιστον εύλογα, αναμενόμενα, ίσως και αναπόφευκτα. Μπροστά όμως στο διάχυτο πλέον «έλλειμμα ελπίδας», οι πολιτικοί της πεντάρας αναγκάζονται να επιχειρήσουν ένα πρόσθετο και ψευδεπίγραφο πήδημα στο κενό. Στο μέτρο ακριβώς που θα πρέπει να εξηγηθεί και να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι η «ανάγκη» είναι πρακτικά ανέφικτο να θίξει όλους τους πολίτες ισομερώς και «κατ’ αναλογίαν των δυνάμεών τους», τίθεται το δίλημμα ως φλέγον αξιακό ζήτημα της «σωτηρίας» της χώρας.