Προβληματισμό για τους κινδύνους που εγκυμονεί η Κύπρος για την Ευρωζώνη και το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της κρίσης χρέους εξαιτίας της, εκφράζει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times με τον ενδεικτικό τίτλο «Η Κύπρος απειλεί να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας». Κάτι με το οποίο συμφωνεί και σχετική ανάλυση της Goldman Sachs.
Σε ό,τι αφορά το δημοσίευμα, αυτό υπογραμμίζει πως οι κίνδυνοι αυτοί ενδέχεται να έχουν υποτιμηθεί επειδή είναι μικρή η οικονομία της νήσου, μικρό το τμήμα του κυπριακού χρέους που βρίσκεται στα χέρια ξένων επενδυτών και, προπαντός, επειδή το ποσό που θα απαιτηθεί για τη διάσωσή της θα είναι θεωρητικά μικρό συγκρινόμενο με τα κεφάλαια που έχουν δεσμευθεί για τη διάσωση Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας.
Δεν παραλείπει να τονίσει ότι, βάσει των πρώτων εκτιμήσεων, τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για τη διάσωση των κυπριακών τραπεζών θα είναι της τάξης των 10 δισ. ευρώ. Οπως υπογραμμίζει, όμως, το ποσό αυτό είναι υψηλότερο από το ήμισυ του κυπριακού ΑΕΠ ενώ συνολικά η νήσος αναμένεται να λάβει από 17 έως 17,5 δισ. ευρώ από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Ο συντάκτης του ρεπορτάζ επικαλείται, άλλωστε, την ανησυχία των επενδυτών για το μέγεθος των κινδύνων που εγκυμονεί η Κύπρος εν αναμονή της εκτίμησης που θα εκφέρει σύντομα η Pimco για το ύψος των αναγκών χρηματοδότησης των κυπριακών τραπεζών, αλλά και των διαπραγματεύσεων για τη διάσωση της νήσου που έχουν αναβληθεί μέχρι τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο.
Ο ίδιος εκφέρει την άποψη πως μια λανθασμένη κίνηση της Λευκωσίας μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις στις αγορές και να υπονομεύσει τις προσπάθειες των πολιτικών και της ΕΚΤ να αποτρέψουν μια διάλυση της Ευρωζώνης, επαναφέροντας, ταυτοχρόνως, τον φόβο των πτωχεύσεων στην περιφέρειά της. Παραθέτει τις εκτιμήσεις οικονομολόγων, οι οποίοι θεωρούν δύσκολη μια αναδιάρθρωση χρέους παρόμοια με αυτή που έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας, εν μέρει επειδή είναι μεγάλο το ποσοστό των κρατικών ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια εγχώριων επενδυτών, οπότε ένα «κούρεμά» τους θα ισοδυναμούσε με μεγάλο πλήγμα κατά της κυπριακής οικονομίας. Τονίζει, επίσης, ότι μεγάλο μέρος του κυπριακού χρέους διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, πράγμα που καθιστά νομικά δύσκολη μια αναδιάρθρωση. Επικαλείται, παράλληλα, τις εκτιμήσεις αναλυτών, που υπογραμμίζουν ότι μια αναδιάρθρωση του κυπριακού χρέους «θα διέψευδε την πεποίθηση πως το ελληνικό PSI ήταν μεμονωμένη περίπτωση και θα επέφερε πλήγμα στις αγορές».
Η βρετανική εφημερίδα δεν παραλείπει να τονίσει τις διαφωνίες που έχουν εκδηλωθεί στους κόλπους της τρόικας ως προς το ύψος του ποσού που θα απαιτηθεί για τη διάσωση της νήσου. Τονίζει, άλλωστε, τον αποσταθεροποιητικό ρόλο των γερμανικών εκλογών και τον προβληματισμό του γερμανικού πολιτικού κόσμου σχετικά με το αν οι Γερμανοί ψηφοφόροι προτίθενται να καλύψουν το κόστος μιας διάσωσης των κυπριακών τραπεζών, αλλά και το αίτημα που έχει τεθεί από γερμανικής πλευράς για συμμετοχή της Ρωσίας στη διάσωση, όπως και τις κατηγορίες περί ξεπλύματος βρώμικου ρωσικού χρήματος στην Κύπρο.