Μόλις πριν από λίγο καιρό το Λονδίνο έχασε τα θέλγητρά του για όσα τραπεζικά στελέχη είχαν συνηθίσει να πηγαίνουν στο σπίτι τους πολύ γενναιόδωρα μπόνους, τα οποία ήταν πολλαπλάσια των βασικών τους αποδοχών. Στις 5 Μαρτίου οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αποφάσισαν να θέσουν ανώτατο όριο στα μπόνους, τα οποία μπορούν να ανέλθουν σε επίπεδα έως και διπλάσια του βασικού μισθού, υπό την προϋπόθεση ότι οι μέτοχοι συμφωνούν. Ο δεδηλωμένος στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι να αποτραπεί η απεριόριστη ανάληψη επενδυτικού κινδύνου, η οποία στο παρελθόν είχε ως αποτέλεσμα να φέρει τις τράπεζες στο χείλος της καταστροφής και υποχρέωσε τους φορολογουμένους να τις διασώσουν. Στην πράξη οι τράπεζες έχουν να επιλέξουν να βρουν ένα τρόπο να ανταγωνιστούν με τις άλλες, στις οποίες δεν ισχύει το όριο των μπόνους ή να διακινδυνεύσουν να χάσουν πολύ καλά στελέχη τους, που θα στραφούν σε ανταγωνιστές. Από πλευράς κυβέρνησης, συν τοις άλλοις, ο υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν δεν ήταν σε θέση να παρεμποδίσει τη λήψη της απόφασης από τους υπόλοιπους 26 υπουργούς Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρά το ότι επιχειρηματολόγησε, επισημαίνοντας πως το μέτρο απλώς θα οδηγήσει σε αύξηση των κύριων αποδοχών, καθιστώντας πιο δύσκαμπτο το τραπεζικό σύστημα.
Ο αντίκτυπος θα αργήσει να γίνει ορατός, καθώς τα νέα όρια θα αρχίσουν να ισχύουν από το 2014 και, μάλιστα, αφότου καθοριστούν τα μπόνους της χρονιάς αυτής. Σε μία ένδειξη υποχώρησης προς τις θέσεις της Βρετανίας, τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποδέχθηκαν να υπολογίζονται τμήματα από μπόνους, τα οποία δίδονται σε βάθος χρόνου, με τρόπο ελαστικότερο. Αυτό απλώς σημαίνει πως ίσως εν τέλει το μπόνους να φθάσει να ισούται με λίγο παραπάνω από τον διπλάσιο μισθό.
Οι αντιδράσεις των στελεχών των χρηματοπιστωτικών ομίλων δείχνουν να τελούν σε πανικό. Ορισμένοι σκέπτονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι από την πλευρά τους επισημαίνουν ότι στη Συνθήκη της Λισσαβώνας υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι ούτε το Ευρωκοινοβούλιο ούτε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορούν να παρεμβαίνουν στις αμοιβές στα κράτη-μέλη. Ακόμα, όμως, κι αν υπάρξει δικαστική διαμάχη, όπως επισημαίνει ο Στέφεν Μαυρογένης της δικηγορικής εταιρείας Shearma& Sterling, δεν πρόκειται να αλλάξει το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των νέων ορίων στα μπόνους από την Ε.Ε. Την οδό της Δικαιοσύνης εξετάζουν και άλλοι στη Βρετανία, όπως η Βρετανική Ενωση Τραπεζών, αλλά η έκθεσή τους στην κοινή γνώμη μπορεί να τους συγκρατήσει.
Εντούτοις, όπου υπάρχουν νόμοι, υπάρχουν και «παραθυράκια». Οι θυγατρικές των μη ευρωπαϊκών τραπεζών διερωτώνται εάν η μητρική τους εταιρεία επέχει τη θέση μετόχου. Κάτι τέτοιο θα έκανε τη ζωή πιο εύκολη για μία αμερικανική τράπεζα με έδρα το Λονδίνο, λόγου χάριν, η οποία ενδεχομένως θα μπορούσε να εξασφαλίσει πιο άνετα τον διπλασιασμό του μπόνους σε σχέση με μία ευρωπαϊκή. Πάντως, η απλούστερη απάντηση θα ήταν η αύξηση του βασικού μισθού και αυτό σε κάποιους θα άρεσε. Ο μέσος υπάλληλος σπάνια λαμβάνει μπόνους μεγαλύτερο του 40%-50% και οι πιο τυχεροί φθάνουν στο 130%. Μόνο μία μικρή ομάδα στο Παρίσι, στη Φρανκφούρτη και περίπου 5.000 άτομα στο Λονδίνο απολαμβάνουν υψηλότερες βασικές αποδοχές. Ελάχιστοι διαφωνούν με το ότι η κουλτούρα των μπόνους πρέπει να αλλάξει, έχοντας το προηγούμενο των υπερβολών τα χρόνια πριν από την κρίση. Ωστόσο, το να προσπαθεί κανείς να βαδίσει ενάντια στη σύμβαση που ισχύει και προβλέπει κυμαινόμενες αποδοχές δεν είναι η απάντηση. Το όριο στα μπόνους θα ωθήσει τους καλύτερους τραπεζίτες εκτός Ε.Ε. και εκτός τραπεζών με έδρα την Ε.Ε. ή θα αυξήσει τις πάγιες δαπάνες. Τίποτε από αυτά δεν είναι ευπρόσδεκτο.