Οι καθηγητές Πολ ντε Χράουβε και Γιουεμέι Γι υποστηρίζουν ότι ο πλούτος των νοικοκυριών δεν είναι σαφής δείκτης του πλούτου ενός έθνους, καθώς σημαντικό μέρος αυτού προέρχεται από επιχειρήσεις και το κράτος, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ όψιν η κατανομή του εισοδήματος.
Σε αυτό συμφωνούν και οι παρατηρήσεις από private banking τραπεζών. Η πρώτη παρατήρηση ήταν ότι τα δεδομένα από το 2010 και μετά έχουν μεταβληθεί δραματικά.
Ο Σωτήρης Ζώης, επενδυτικός σύμβουλος της Credit Suisse στη Βρετανία, σχολίασε ότι η οικονομική κρίση είναι εμφανής και στα ανώτερα οικονομικά στρώματα, η περιουσία των οποίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αξία των εταιρειών που τους ανήκουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απευθύνονται στις αγορές κεφαλαίου του εξωτερικού για να αντλήσουν ρευστότητα, όπως παρατηρήσαμε τους τελευταίους μήνες.
Η δεύτερη παρατήρηση ήταν ότι η αύξηση του χρέους στην Ελλάδα ήταν πολύ ταχύτερη από την αύξηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Ο κ. Ζώης τονίζει ότι η ικανότητα μιας οικονομίας να αποπληρώσει το χρέος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι τα περιουσιακά στοιχεία των πολιτών της χώρας. «Σύμφωνα με στοιχεία του 2011, αν από τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους αφαιρέσουμε το χρέος νοικοκυριών και κράτους, το καθαρό αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει αρνητικά περιουσιακά στοιχεία σε σχέση με τις 26 χώρες για τις οποίες έχουμε δεδομένα».
Ο Αντώνης Κουτσούκης, αναλυτής στην Credit Suisse και ένας εκ των συντακτών της έκθεσης για τον παγκόσμιο πλούτο, προσθέτει ότι το «να εξετάζουμε αποκλειστικά τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών χωρίς να λαμβάνουμε υπ όψιν το κρατικό χρέος, αποτελεί λανθασμένη προσέγγιση, γιατί και το κρατικό χρέος εντέλει θα αποπληρωθεί από φόρους στα νοικοκυριά και στην ιδιωτική περιουσία. Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι σε δυσχερέστερη θέση από τις χώρες του βορρά αν λάβουμε υπ όψιν και το κρατικό χρέος».