Οι Νότιοι της Ευρωζώνης δεν είναι πλέον πιο πλούσιοι από τους Βόρειους – και για την ακρίβεια, μάλλον δεν ήταν ποτέ, αν ληφθούν υπ’ όψιν τα υψηλά χρέη των κρατών τους. Γιατί, όμως, η ΕΚΤ δημοσίευσε μία μελέτη πρόσφατα με ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα; Διότι «ο διάβολος κρύβεται στη λεπτομέρεια»: ο μέσος Ευρωπαίος του Νότου ζούσε και εξακολουθεί να ζει καλύτερα από ό,τι ο αντίστοιχος του Βορρά. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια ήταν η αιτία που «θόλωσε» τα αποτελέσματα της μελέτης της Bundesbank που δημοσιεύθηκε από την ΕΚΤ, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.
Νεότερα στοιχεία καταλήγουν στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα:
– Πρώτον, οι Νότιοι είναι φτωχότεροι από τους Βόρειους.
– Δεύτερον, ειδικότερα οι Ελληνες υπέστησαν σημαντική μείωση εισοδημάτων και περιουσίας τη διετία 2011-2012. Η μείωση του εισοδήματος υπολογίζεται στο 25%, ενώ η μέση αξία της περιουσίας έπεσε κάτω από το όριο των 75.000 – 80.000 ευρώ, που θεωρείται το επίπεδο πάνω από το οποίο χαρακτηρίζεται κάποιος Ευρωπαίος πλούσιος.
– Τρίτον και κυριότερον: η βόρεια Ευρώπη παρουσιάζει τεράστια ανισοκατανομή εισοδημάτων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το εξής: το 20% πιο πλούσιο τμήμα του γερμανικού πληθυσμού είναι πλουσιότερο κατά 149 φορές από το φτωχότερο 20%. Στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες «μνημονιακές» χώρες του Νότου, η σχέση αυτή είναι περίπου 10 φορές. Μόνο και μόνο αυτή η παρατήρηση κάνει τα στοιχεία περί του πλούτου των λαών της Ευρωζώνης μη συγκρίσιμα, όταν χρησιμοποιούνται οι μέσοι όροι.
Το συμπέρασμα της μελέτης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) ίσως να μην είχε προκαλέσει τόσες αντιδράσεις αν είχε δημοσιευθεί σε άλλη περίοδο και δεν είχε προηγηθεί ένα έντονο πολιτικό και ακαδημαϊκό παρασκήνιο πριν την υιοθετήσει και δημοσιεύσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. H Bundesbank δημοσίευσε στις 21 Μαρτίου μία μελέτη με στοιχεία του 2010, η οποία, μολονότι ήταν προσεκτικά γραμμένη, οδηγούσε εμμέσως πλην σαφώς στο συμπέρασμα ότι οι Νότιοι των Μνημονίων είναι πιο πλούσιοι από τους Βόρειους, που πληρώνουν τα πακέτα διάσωσης. Η δημοσίευση της έρευνας προκάλεσε την αντίδραση της ακαδημαϊκής κοινότητας με πιο ενδεικτική κίνηση την ανάρτηση ενός καυστικού σχολίου στο blog του LondoSchool of Economics σχετικά με τα στοιχεία, τη μεθοδολογία και τα συμπεράσματα. Η αθόρυβη αποδοκιμασία από την ακαδημαϊκή κοινότητα και η διακριτική αμφισβήτηση των συμπερασμάτων από private banking τραπεζικών κολοσσών ήταν η αιτία που η μελέτη της Bundesbank δεν βρήκε τη δημοσιότητα που θα περίμενε κανείς. Ακόμα και η «λαϊκή» Bild απέφυγε να δημοσιεύσει τα συμπεράσματά της.
Ομως, στις 9 Απριλίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να δημοσιεύσει τα συμπεράσματα της εν λόγω μελέτης, ανάβοντας φωτιές. Η «βούλα» της ΕΚΤ ήταν αρκετή να προκαλέσει τη δημοσιότητα που θα περίμενε κανείς: η Frankfurter Allgemeine Zeitung και η Die Welt είχαν τίτλους όπως «Οι Γερμανοί είναι οι φτωχότεροι στην Ευρωζώνη». Στο μεταξύ, είχε εξελιχθεί ένα πολύ σημαντικό γεγονός: Μεταξύ 21 Μαρτίου (δημοσίευση από Bundesbank) και 9 Απριλίου (δημοσίευση από ΕΚΤ) είχαν μεσολαβήσει οι διαπραγματεύσεις και οι αποφάσεις για το «κούρεμα» των καταθέσεων των «πλούσιων» Κυπρίων.
Η κριτική
Μια πιο προσεκτική ανάγνωση της έρευνας αποκαλύπτει λεπτομέρειες που σε μεγάλο βαθμό καθιστούν τα στοιχεία μη συγκρίσιμα και εξηγούν τον, φαινομενικά, μεγαλύτερο πλούτο των νοικοκυριών στη νότια Ευρώπη σε σχέση με τη βόρεια. Για παράδειγμα, το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο των νοικοκυριών είναι τα ακίνητα. Ωστόσο, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη Γερμανία (44%) είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη και η αξία των ακινήτων υπολογίστηκε με παλαιότερα στοιχεία, του 2008 στην Ισπανία και του 2010 στην Ελλάδα, ενώ έκτοτε οι τιμές έχουν υποχωρήσει σε ποσοστό 25% – 30% τουλάχιστον. Επιπλέον, τα νοικοκυριά στη νότια Ευρώπη περιλαμβάνουν περισσότερα άτομα απ’ ό,τι γενικότερα στη βόρεια Ευρώπη. Η έρευνα της Buba (όπως αλλιώς αποκαλείται η Bundesbank) καταρρίπτεται ολοκληρωτικά από τον Βέλγο καθηγητή του LSE Πολ ντε Χράουβε και την Κινέζα καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Λουβέν, Γιουεμέι Γι, με άρθρο τους στον ιστότοπο Voxeu.org. Σε αυτό υποστηρίζουν ότι «σπανίως έχουν χρησιμοποιηθεί στατιστικά στοιχεία με τόσο κακό τρόπο, για πολιτικούς λόγους».