Οι προοπτικές της Ευρώπης ήταν καλύτερες τη δεκαετία του 1930

Οι προοπτικές της Ευρώπης ήταν καλύτερες τη δεκαετία του 1930

2' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πορεία της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη ακολουθεί πολύ στενά την πορεία που είχαν πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες τη δεκαετία του 1930. Αν δεν υπάρξει αλλαγή πολιτικής, τότε είναι πιθανό να συνεχιστεί η στασιμότητα στην οικονομία. Από ορισμένες απόψεις, οι οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης είναι λιγότερο ευοίωνες απ’ ό,τι ήταν μετά τη Μεγάλη Υφεση.

Η επόμενη ημέρα μετά την ύφεση του 1930 στην Ευρώπη αποτελεί καλό παράδειγμα της δύναμης που έχει η νομισματική πολιτική. Μια ομάδα χωρών εξακολούθησε να εφαρμόζει τον κανόνα του χρυσού (σ.σ. καθεστώς υπό το οποίο τα χαρτονομίσματα ήταν μετατρέψιμα σε προκαθορισμένη, σταθερή ισοτιμία). Αλλες αποχώρησαν και υποτίμησαν το εθνικό τους νόμισμα. Αυτές που το έπραξαν –η ομάδα της στερλίνας, αποτελούμενη από Βρετανία, Δανία, Νορβηγία και Σουηδία– μπόρεσαν να ακολουθήσουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Ο αποπληθωρισμός σταμάτησε, ενισχύθηκαν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, οι πραγματικοί μισθοί προσαρμόστηκαν και η παραγωγή γρήγορα ανέκαμψε. Οι χώρες που παρέμειναν πιστές στον κανόνα του χρυσού είδαν την παραγωγή τους να μειώνεται ακόμη περισσότερο και στη συνέχεια επί χρόνια ανέκαμπταν με βραδύτερο ρυθμό. Τους πήρε μέχρι το 1938 προκειμένου η παραγωγή να φτάσει στο επίπεδο του 1929. Η πρόσφατη εμπειρία της Ευρωζώνης μοιάζει πολύ περισσότερο με την εμπειρία των χωρών που παρέμειναν στον κανόνα του χρυσού παρά με αυτήν των χωρών της ομάδας της στερλίνας. Τα μέλη της Ευρωζώνης δεν έχουν δική τους νομισματική πολιτική, όπως ακριβώς και οι χώρες που ακολουθούσαν τον κανόνα του χρυσού το 1930. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από το γεγονός ότι η ΕΚΤ ακολουθεί ορθόδοξη νομισματική πολιτική, προσηλωμένη στη σταθερότητα των τιμών. Τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.

Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού είχε θετική επίδραση και στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών: Η μείωση του δημόσιου χρέους κατέστη πολύ ευκολότερη. Απ’ αυτή την άποψη, οι χώρες της Ευρωζώνης βρίσκονται σε ακόμη χειρότερη θέση απ’ ό,τι οι χώρες του κανόνα του χρυσού. Η Βρετανία αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πόσο βελτιώθηκε η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μετά την έξοδο από τον κανόνα του χρυσού. Προκειμένου να σταθεροποιηθεί η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ συνήθως απαιτείται δημοσιονομική λιτότητα. Η ύπαρξη μεγάλου δημόσιου χρέους και υψηλών επιτοκίων δανεισμού καθιστά την απαιτούμενη προσαρμογή ακόμη μεγαλύτερη. Αντίθετα, η ταχεία οικονομική ανάπτυξη την περιορίζει. Εν μέρει χάρη στα χαμηλότερα ονομαστικά επιτόκια και εν μέρει χάρη στον τερματισμό του αποπληθωρισμού, η έξοδος της Βρετανίας από τον κανόνα του χρυσού μείωσε το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού από το σχεδόν 6% στα τέλη του 1920 στο 2% το 1935. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη αυξήθηκε στο 3,6% τον χρόνο από 2,2%. Το αποτέλεσμα; Περίπου το ένα τρίτο της μείωσης του χρέους (από 179% του ΑΕΠ το 1933 στο 144% το 1938) οφείλεται στην ενίσχυση της ανάπτυξης και στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και όχι στη δημοσιονομική λιτότητα. Η οικονομική προσαρμογή κατέστη λιγότερο επίπονη απ’ ό,τι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση. Η ΕΚΤ δεν είναι από τις κεντρικές τράπεζες που θα ακολουθούσαν πολιτική φθηνού χρήματος και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι ακόμη έτοιμες να εξετάσουν τις εναλλακτικές επιλογές. Κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να το κάνουν. Το 1930 η κατάσταση δεν έμοιαζε τόσο απελπιστική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή