Τραπεζικές προμήθειες 125 δισ. από εκδόσεις ομολόγων και μετοχών

Τραπεζικές προμήθειες 125 δισ. από εκδόσεις ομολόγων και μετοχών

Το νέο εταιρικό χρέος ανήλθε φέτος σε επίπεδα-ρεκόρ, στα 5 τρισ. δολάρια

3' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο ποσό των 125 δισ. δολαρίων έφτασαν φέτος αθροιστικά οι προμήθειες των μεγάλων τραπεζών παγκοσμίως από την αναδοχή τους σε εκδόσεις χρέους και προσφορές  μετοχών. Πρόκειται για ποσό-ρεκόρ και αντανακλά τον καταιγισμό ομολόγων που εξέδωσαν φέτος βιομηχανικοί κολοσσοί, από την Boeing μέχρι την Airbnb και τη SoftBank. Οι προμήθειες αυτές αναπλήρωσαν την πτώση που σημείωσαν τα έσοδα των τραπεζών από τα ποσοστά τους και τις αμοιβές τους για τον ρόλο τους σε συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών.

Οπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times επικαλούμενο στοιχεία της εταιρείας δεδομένων Refinitiv, οι επιχειρήσεις ανά τον κόσμο άντλησαν κεφάλαια ύψους 300 δισ. δολαρίων από την έκδοση μετοχών, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί οποιαδήποτε χρονιά, εξαιρουμένου μόνον του 2007. Σύμφωνα με τον Τζέισον Γκόλντμπεργκ, αναλυτή της Barclays, «υπήρξε μια δυναμική χρονιά όσον αφορά τόσο τις εκδόσεις χρέους όσο και τις εκδόσεις μετοχών». Ο ίδιος διευκρινίζει ότι οι επιχειρήσεις ανά τον κόσμο στράφηκαν φέτος στις χρηματαγορές για να αντλήσουν κεφάλαια, ώστε να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους εν μέσω της αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία.

Πράγματι, στη διάρκεια του έτους που τελειώνει οι εταιρείες άντλησαν το μεγαλύτερο ποσό που έχει καταγραφεί έως τώρα και συγκεκριμένα περισσότερα από 5 τρισ. δολάρια εκδίδοντας ομόλογα. Τον Μάρτιο, με το πρώτο κύμα της πανδημίας, πολλές πολυεθνικές έσπευσαν να διασφαλίσουν πιστωτικές γραμμές, αλλά σύντομα στράφηκαν στις αγορές ομολόγων ώστε να διασφαλίσουν μακροχρόνια χρηματοδότηση. Ετσι οι διεθνείς τράπεζες προσπορίστηκαν κέρδη ύψους 42,9 δισ. δολαρίων από τις εκδόσεις χρέους. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με αύξηση 25% σε σύγκριση με το αντίστοιχο του αμέσως προηγούμενου έτους, που επίσης κατέγραψε ιστορικό υψηλό.

Αναλυτές και στελέχη των εταιρειών της Γουόλ Στριτ αμφιβάλλουν, πάντως, για το αν μπορεί να επαναληφθεί αυτού του είδους η επιτυχία στη διάρκεια του επόμενου έτους. Οπως επισημαίνουν, οι επιχειρήσεις έχουν συσσωρεύσει χρέη και προσπαθούν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους. Σύμφωνα άλλωστε με τον Ντέιβιντ Κόνραντ, αναλυτή της DA Davidson, φέτος ήταν καθοριστικές και οι προσφορές μετοχών από εταιρείες μεγάλης χρηματιστηριακής αξίας, όπως για παράδειγμα η Snowflake, νεοφυής εταιρεία βάσης δεδομένων στο «νέφος», και η αμερικανική DoorDash, εταιρεία κατ’ οίκον παράδοσης γευμάτων.

Οσον αφορά ειδικότερα τις προμήθειες των τραπεζών από την ανάληψη των αρχικών δημοσίων εγγραφών εταιρειών, στοιχεία της Refinitiv καταδεικνύουν πως σημείωσαν αύξηση 90%, φτάνοντας στα 13 δισ. δολάρια και καταγράφοντας το υψηλότερο ποσό τουλάχιστον από το 2000. Ετσι, συνολικά τα έσοδα από τις εκδόσεις μετοχών εκτοξεύθηκαν στα 32 δισ. δολάρια, ποσό κατά 75% υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2019, που ήταν 18,3 δισ. δολάρια.

Αυξήθηκαν, όμως, τα έσοδα των τραπεζών περαιτέρω από ορισμένες πωλήσεις μετοχών ή μεριδίων που αποφάσισαν κάποιες εταιρείες. Για παράδειγμα, η απόφαση της PNC Financial να πωλήσει το μερίδιο που κατέχει στην BlackRock. Επιπλέον, η εισαγωγή στο χρηματιστήριο πολλών εταιρειών τεχνολογίας έδωσε ώθηση στις δραστηριότητες της Goldman Sachs στις εκδόσεις μετοχών. Μιλώντας στους Financial Times, ο Μάικλ Γουόνγκ, αναλυτής της Morningstar, προβλέπει πως οι εισαγωγές μεγάλων επιχειρήσεων στα χρηματιστήρια θα συνεχιστούν και το 2021.  

Οι προμήθειες από συγχωνεύσεις και εξαγορές μειώθηκαν στη διάρκεια του 2020 κατά 10%, στα 29,6 δισ. δολάρια, αντανακλώντας βέβαια τη δραματική πτώση των συμφωνιών μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2020. Τους τελευταίους μήνες, πάντως, καταγράφεται αύξηση των εξαγορών που ενθαρρύνουν τους επενδυτές δεδομένου ότι όσες εταιρείες σχεδιάζουν εξαγορές συχνά αναγκάζονται να αντλήσουν κεφάλαια από τις χρηματαγορές για να χρηματοδοτήσουν τα σχέδιά τους.

Αναφορικά με το ποιες τράπεζες άντλησαν τις περισσότερες προμήθειες, οι μεγαλύτερες αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες, JPMorgan Chase, Goldman Sachs, Bank of America, Morgan Stanley και Citigroup, συγκέντρωσαν 37 δισ. δολάρια, που αντιπροσωπεύουν το 30% του συνόλου και το υψηλότερο ποσοστό από το 2013. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, αντιθέτως, αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 25% του συνόλου των προμηθειών και είναι το χαμηλότερο ποσοστό τους των τελευταίων τουλάχιστον 20 ετών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή