H εκτίναξη του δημόσιου δανεισμού εξαιτίας της πανδημίας θα απαιτήσει τελικώς μειώσεις στις κρατικές δαπάνες και υψηλότερους φόρους, ώστε να επανέλθουν στη θέση τους τα δημόσια οικονομικά. Αυτό είναι το μάθημα που μας διδάσκει η οικονομική ιστορία, όπως επισημαίνει ο Τζέιμς Μακόρμακ, διευθυντής του τμήματος αξιολόγησης διεθνούς δημόσιου χρέους στον οίκο Fitch. Προσθέτει ακόμα ότι ακόμα και αν η πολιτική λιτότητας δεν βρίσκεται στην ατζέντα των πολιτικών ηγετών αυτήν τη στιγμή, ο λογαριασμός της πανδημίας συντόμως θα πρέπει να εξοφληθεί.
Σε όλο τον κόσμο οι κυβερνήσεις αποδέσμευσαν κεφάλαια σχεδόν 16 τρισ. δολαρίων υπό τη μορφή δημοσιονομικών μέτρων, ώστε να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση εν μέσω πανδημίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ετσι στήριξαν την ανάκαμψη αλλά και παράλληλα έφεραν το δημόσιο χρέος σε επίπεδα που παραπέμπουν σε περίοδο πολέμου. Στη συνέντευξη που έδωσε στο Bloomberg ο κ. Μακόρμακ ερωτήθηκε εάν η διόγκωση του δανεισμού παγκοσμίως είναι κάτι βιώσιμο, όταν προ δεκαετίας οι οίκοι αξιολόγησης και άλλοι προειδοποιούσαν για την ανάγκη δημοσιονομικής σωφροσύνης. Απαντώντας τόνισε τα εξής: «Η μόνη σοβαρή διαφορά έκτοτε είναι οι προοπτικές των επιτοκίων. Οταν εξετάζουμε το κατά πόσον ένα χρέος είναι βιώσιμο, κυρίως ασχολούμαστε με την κλασική εξίσωση της δυναμικής του, ήτοι το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο άνευ των καταβολών τόκων, τα επιτόκια και την αύξηση του ΑΕΠ. Οι τρεις μεταβλητές αυτές θα μας πουν προς τα πού θα κατευθυνθεί η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Ακόμα και σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης και για όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, το χρέος είναι βιώσιμο. Βραχυπρόθεσμα όντως μοιάζει ως τέτοιο, αλλά είναι σαφές πως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα μια μεταβολή των επιτοκίων θα επηρεάσει σημαντικά και τη δυναμική του χρέους.
Κατόπιν ο διευθυντής του τμήματος αξιολόγησης διεθνούς δημόσιου χρέους στον οίκο Fitch κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα ποιες είναι οι επιλογές των κυβερνήσεων για να μειώσουν την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. «Τα επιτόκια είναι εκείνα που έχουν τη μέγιστη σημασία», επισήμανε ο Τζέιμς Μακόρμακ. Και προσέθεσε: «Υπάρχουν μερικοί διαφορετικοί τρόποι για να μειώσει κανείς το άχθος του χρέους. Ο ένας έχει να κάνει με τη δημοσιονομική προσαρμογή, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του ελλείμματος. Ο δεύτερος είναι η ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας, ο τρίτος η κυβέρνηση να τυπώσει χρήμα για να αποπληρώσει το χρέος και ο τέταρτος να το αναδιαρθρώσει ή να παύσει να το εξυπηρετεί. Προφανώς ο ενδεδειγμένος τρόπος για να διαχειριστεί μια χώρα την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ είναι να αναπτύξει πιο γρήγορα την οικονομία της, αλλά, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι πιθανόν να μειωθεί η αναλογία με αυτόν τον τρόπο». Εν κατακλείδι, ο κ. Μακόρμακ ερωτήθηκε για το νόημα της δημοσιονομικής προσαρμογής με την αύξηση φόρων και τη μείωση δαπανών. «Εάν εξετάσουμε πώς η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, θα διαπιστώσουμε ότι έχει να κάνει κυρίως με τις δαπάνες. Εκεί επικεντρώθηκαν τα μέτρα στήριξης παγκοσμίως και εκεί πιστεύουμε ότι χρειάζεται να γίνουν προσαρμογές».