Άρθρο του Π. Κριάρη στην «Κ»: Η νέα οικονομία των «σούπερ» εφαρμογών

Άρθρο του Π. Κριάρη στην «Κ»: Η νέα οικονομία των «σούπερ» εφαρμογών

Το όχι και τόσο μακρινό καλοκαίρι του 2007, ο Στιβ Τζομπς παρουσίασε στην Αμερική το iPhone, σε μια εξέλιξη που σταδιακά άλλαξε όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε, αλλά και πτυχές της οικονομικής πραγματικότητας που τότε δεν ήταν πρόδηλες, αλλά από πολλούς ούτε και αναμενόμενες

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το όχι και τόσο μακρινό καλοκαίρι του 2007, ο Στιβ Τζομπς παρουσίασε στην Αμερική το iPhone, σε μια εξέλιξη που σταδιακά άλλαξε όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε, αλλά και πτυχές της οικονομικής πραγματικότητας που τότε δεν ήταν πρόδηλες, αλλά από πολλούς ούτε και αναμενόμενες.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο προφανής λόγος για τον οποίο το iPhone προκάλεσε την επανάσταση που ακολούθησε σχετίζεται με τη μετατροπή του τηλεφώνου σε μια έξυπνη συσκευή, η οποία σε συνδυασμό με το Διαδίκτυο προσέφερε δυνατότητες που μέχρι τότε ανήκαν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα το 83,72% του παγκόσμιου πληθυσμού, ήτοι 6,64 δισεκατομμύρια άνθρωποι σύμφωνα με τη Statista είναι κάτοχοι μιας τέτοιας έξυπνης συσκευής και εσείς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές πιθανότατα ένας από αυτούς.

Ο λιγότερο προφανής λόγος έχει να κάνει με κάτι που συνέβη μερικούς μήνες αργότερα: στις 10 Ιουλίου 2008, η Apple εγκαινίασε το App Store, έναν διαδικτυακό κόμβο όπου οι κάτοχοι iPhone μπορούσαν να περιηγηθούν και να κατεβάσουν εφαρμογές από τρίτους προγραμματιστές. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε ίσως την πλέον καθοριστική στιγμή των τελευταίων ετών για μια σειρά κλάδων, από τους υπολογιστές μέχρι το ηλεκτρονικό εμπόριο και την τραπεζική. Σήμερα το App Store διαθέτει 2,11 εκατομμύρια εφαρμογές, ενώ ο αντίστοιχος κόμβος της Google, το (Google) Play Store, διαθέτει ακόμα περισσότερες, περίπου 3,48 εκατομμύρια (πηγές Statista, Google).

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2004 και σε μια άλλη γωνιά του πλανήτη, στην Κίνα, μια εταιρεία ονόματι Alibaba ίδρυε τη θυγατρική της Alipay για να επιτρέψει σε εκατομμύρια Κινέζους που δεν διέθεταν πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες να κάνουν αγορές στο ηλεκτρονικό κατάστημά της. Σε μια παρόμοια εξέλιξη ένα χρόνο αργότερα, μια άλλη κινέζικη εταιρεία ονόματι Tencent παρουσίασε μια δική της εκδοχή ενός συστήματος πληρωμών, με σκοπό να κρατήσει τους χρήστες για περισσότερο χρόνο στην εφαρμογή μηνυμάτων της.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Alibaba είναι το ισοδύναμο της Amazon στην Κίνα, ενώ η Tencent αντίστοιχα του Meta (πρώην Facebook).

Σήμερα οι εφαρμογές αυτές, η AliPay και η WeChat (όπως είναι γνωστή η εφαρμογή πληρωμών της Tencent), έχουν πάνω από 1 δισεκατομμύριο εγγεγραμμένους χρήστες η καθεμία, ενώ μια έρευνα έδειξε ότι το 92% των ανθρώπων στις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας τις χρησιμοποιούν ως το κύριο μέσο πληρωμής. Οχι όμως μόνον ως μέσο πληρωμής. Ολες (χωρίς υπερβολή) οι εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων στην Κίνα είναι συνδεδεμένες με αυτές τις εφαρμογές: από την πληρωμή λογαριασμών μέχρι τη μεταφορά χρημάτων, την αγορά ασφαλιστικών προϊόντων, την αποταμίευση, τον δανεισμό μέσω καταναλωτικών δανείων, την εύρεση ξενοδοχείων και τουριστικών καταλυμάτων, την πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, την παραγγελία φαγητού, την προμήθεια παντός είδους εισιτηρίων, την εύρεση ταξί, ακόμα και την κάλυψη στεγαστικών αναγκών, για να αναφέρουμε μόνο μερικές από τις υπηρεσίες.

Οι υπηρεσίες αυτές ξεκινώντας ως εξειδικευμένες μέθοδοι πληρωμών κατάφεραν να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των χρηστών τους και σταδιακά να επεκταθούν καλύπτοντας συμπληρωματικά δεκάδες άλλες ανάγκες, με το πλεονέκτημα ότι αποτελούν το κύριο σημείο εισόδου ή επαφής των καταναλωτών για ένα τεράστιο οικοσύστημα προϊόντων και υπηρεσιών, τα οποία μπορεί κανείς να διεκπεραιώσει με το απλό πάτημα ενός κουμπιού και δη στο κινητό του τηλέφωνο. Δεν είναι τυχαίο ότι το 80% των ενεργών χρηστών της AliPay είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, χρήστες κινητών τηλεφώνων.

Σήμερα, 6,6 δισ. άνθρωποι στον πλανήτη διαθέτουν έξυπνο κινητό τηλέφωνο.

Είναι ενδεικτικό ότι ήταν ακριβώς αυτές οι εφαρμογές μέσω των οποίων προσπαθούσαν απελπισμένα οι κάτοικοι της Σαγκάης στην Κίνα να προμηθευτούν απαραίτητα προϊόντα (διατροφικά, ακόμα και φαρμακευτικά) πριν από λίγες εβδομάδες, εν μέσω του πιο αυστηρού lockdown στον κόσμο.

Τούτων δοθέντων, μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε καλύτερα την τεράστια σημασία αλλά και τη διαφορά που έχει επιφέρει η έννοια των εξειδικευμένων εφαρμογών, οι οποίες αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου (κλειστού) οικοσυστήματος και βρίσκονται στη διάθεσή μας με το πάτημα ενός κουμπιού. Η άμεση σύνδεση με τους καταναλωτές, η δυνατότητα των εφαρμογών να γνωρίζουν το ιστορικό των αγορών και των προτιμήσεων για όλες τις πτυχές της ζωής μας, αλλά και η τεράστια δύναμη να αποφασίζουν τη δυνητική ένταξη ή τον αντίστοιχο αποκλεισμό προϊόντων ή υπηρεσιών είναι οι βασικοί λόγοι τόσο της παντοδυναμίας όσο και της επιτυχίας αλλά και της ελκυστικότητάς τους.

Σήμερα τείνουμε να χαρακτηρίζουμε συλλογικά αυτό το μοντέλο των παντοδύναμων εφαρμογών ως «σούπερ» εφαρμογές (supper apps), με τον όρο να έλκει την ονοματοδοσία του από τον –ελληνικής καταγωγής– Μάικ Λαζαρίδη, ιδρυτή της BlackBerry, της εταιρείας που κυριαρχούσε στις επιχειρηματικές επικοινωνίες μέχρι που κάποιος ονόματι Στιβ Τζομπς λάνσαρε το iPhone το 2007.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η κυριαρχία των «σούπερ» εφαρμογών ευρύτερα στην Ασία ευνοήθηκε από ιδιαίτερους παράγοντες που δεν απαντώνται στη Δύση. Για παράδειγμα, η ανυπαρξία παραδοσιακής υποδομής πληρωμών στην Κίνα, η οποία δεν ανέπτυξε ποτέ τα ισχυρά δίκτυα πιστωτικών και χρεωστικών καρτών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των πληρωμών χωρίς μετρητά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε συνδυασμό με το χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο στη χώρα αυτή στις αρχές του 2000.

Ετσι στη Δύση, χωρίς να έχουμε ακόμα τον βαθμό της απόλυτης επικράτησης που περιγράψαμε παραπάνω, βρίσκουμε τον προάγγελο των «σούπερ» εφαρμογών με τη μορφή ψηφιακών πορτοφολιών, τα οποία ξεκίνησαν πολύ αργότερα απ’ ό,τι στην Κίνα και κυρίως ως εφαρμογές οι οποίες εξελίχθηκαν μέσα από το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπως για παράδειγμα η PayPal, ή οι Venmo και Cash App στην Αμερική.

Καθώς οι καταναλωτικές μας συνήθειες αλλάζουν ραγδαία, είναι αναπόφευκτο ότι θα δούμε και στα καθ’ ημάς –στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα– δημοφιλείς εφαρμογές, οι οποίες, έχοντας ως εφαλτήριο βασικές υπηρεσίες πληρωμών ή ψηφιακά πορτοφόλια, θα επεκταθούν περιλαμβάνοντας πολύ ευρύτερες προσφορές που θα συνδυάζουν δάνεια, επενδύσεις, ασφάλειες, εισιτήρια, ηλεκτρονικό εμπόριο και την ψηφιακή τραπεζική.

* Ο κ. Παναγιώτης Κριάρης είναι στέλεχος επιχειρήσεων στον χώρο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και του Fintech.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή