Τράπεζες υπό πίεση: Αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά;

Τράπεζες υπό πίεση: Αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά;

5' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο διεθνές τραπεζικό σύστημα αναβιώνουν μνήμες της κρίσης της Lehman Brothers το 2008 και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ακολούθησε. Σε ένα ήδη ταραγμένο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τα νέα για την κατάρρευση τριών αμερικανικών τραπεζών και τις πιέσεις που δέχεται ο ελβετικός τραπεζικός κολοσσός, Credit Suisse, έχουν δημιουργήσει εύλογη ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Όπως πολλοί αναλυτές επισημαίνουν οι περιπτώσεις της Lehman Brothers και της Silicon Valley Bank (SVB), της σημαντικότερης από τις τρεις αμερικάνικες τράπεζες που κατέρρευσαν, είναι διαφορετικές. Η κρίση της Lehman Brothers ήταν αποτέλεσμα του σπασίματος μιας άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτικής «φούσκας» που στήθηκε στη στεγαστική αγορά των ΗΠΑ, σε μια περίοδο υψηλής ρευστότητας, ανεξέλεγκτης χρηματοπιστωτικής καινοτομίας και υπερβολικής χαλάρωσης των ρυθμιστικών περιορισμών και εποπτικών ελέγχων.

Η SVB από την άλλη πλευρά είναι μια τράπεζα που κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούσε νεοφυείς επιχειρήσεις στην παγκόσμια τεχνολογική Μέκκα της Silicon Valley. Η τράπεζα αυτή δεν έκανε επιθετικές επενδύσεις. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας επένδυσε σε κρατικά και άλλα ομόλογα με μακροχρόνια διάρκεια. Οι πιέσεις που δέχθηκε ο τεχνολογικός κλάδος τους τελευταίους μήνες και η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, οδήγησαν σε εκροή καταθέσεων.

Οι απώλειές της μεγεθύνθηκαν από την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων στην οποία υποχρεώθηκε για να κρατήσει τους πελάτες της. Στην προσπάθειά της να καλύψει τις απώλειές της πούλησε κάποια από τα ομόλογα που είχε στην κατοχή της με ζημία $1,8 δις. Η ανακοίνωση της ζημίας και της πρόθεσής της να καλύψει τις απώλειες με έκδοση μετοχικού κεφαλαίου δημιούργησε ανησυχία και πυροδότησε πανικό και μαζική απόσυρση καταθέσεων, καθώς το 96% των καταθέσεων της ήταν πάνω από το όριο εγγύησης των $250.000 και άρα εκτεθειμένο σε κίνδυνο.  

Παρά τις εμφανείς διαφορές, υπάρχουν κάποια σημαντικά κοινά σημεία του πρόσφατου επεισοδίου με προηγούμενες κρίσεις. Ένα τέτοιο είναι η σημαντική επίδραση που έχει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα η ταχεία άνοδος των επιτοκίων, ιδιαίτερα μετά από μια παρατεταμένη περίοδο «εύκολου» χρήματος.  

Η απότομη άνοδος των επιτοκίων μειώνει την αξία των απαιτήσεων στο ενεργητικό των τραπεζών, είτε πρόκειται για δάνεια τα οποία δεν μπορούν να αποπληρωθούν από τους δανειολήπτες στα νέα υψηλότερα επιτόκια (πιστωτικός κίνδυνος), όπως έγινε το 2008 -και δεν αποκλείεται να ξανασυμβεί ως αποτέλεσμα της τρέχουσας αύξησης των επιτοκίων- είτε πρόκειται για ομόλογα που εκδόθηκαν σε καθεστώς χαμηλότερων επιτοκίων (επιτοκιακός κίνδυνος), όπως έγινε και παλαιότερα με την κρίση των «Savings & Loans» της δεκαετίας του 1980 στις ΗΠΑ. Στη δεύτερη περίπτωση, το «κενό» που δημιουργείται στην αποτίμηση των απαιτήσεων μετατρέπεται σε ζημία όταν η τράπεζα χρειαστεί να ρευστοποιήσει κάποιες από αυτές, όπως συνέβη και με την SVB. Οι μη-πραγματοποιηθείσες ζημίες αυτού του είδους για τα ομόλογα που διακρατούν οι αμερικανικές τράπεζες, υπολογίζονταν στο τέλος του 2022, στα $620 δις.

Ένα άλλο σημείο αφορά την υπερβολική έκθεση των τραπεζικών ιδρυμάτων σε ένα κοινό κίνδυνο. Στην περίπτωση της κρίσης του 2008, αυτή αφορούσε τη στεγαστική αγορά των ΗΠΑ. Στην περίπτωση της SVB υπήρχε εξάρτηση από έναν μόνο επιχειρηματικό κλάδο και τύπο επιχειρήσεων, γεγονός το οποίο συνέβαλε στη διαμόρφωση του πολύ υψηλού ποσοστού ανασφάλιστων καταθέσεων της. Εάν υπάρχουν και πολλές άλλες τράπεζες με αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε η πιθανότητα συστημικού κινδύνου αυξάνεται σημαντικά.

Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό κοινό στοιχείο είναι η χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου πριν από την κρίση. Το 2018, κατόπιν πιέσεων του τραπεζικού κλάδου, η αμερικανική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Προέδρου Τραμπ, προχώρησε σε χαλάρωση ορισμένων ρυθμίσεων που αφορούσαν τις μεσαίου μεγέθους τράπεζες όπως την SVB. Εάν αυτό δεν είχε συμβεί, είναι πολύ πιθανόν τα προβλήματα της SVB να είχαν εντοπιστεί πολύ νωρίτερα και να μην είχαμε φτάσει στη χρεοκοπία της.

Οι παραπάνω αστοχίες, δείχνουν ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν διδάχθηκαν όλα όσα θα έπρεπε από τις προηγούμενες κρίσεις. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσουμε ότι κάποια διδάγματα φαίνεται να έχουν πράγματι εμπεδωθεί. Έτσι, παρά τις αδυναμίες του, το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι σήμερα πολύ πιο ενισχυμένο σε σχέση με το παρελθόν, και οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες. Επίσης, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν κατανοήσει ότι η αντίδραση σε τέτοιες καταστάσεις πρέπει να είναι άμεση, και να στοχεύει όχι μόνο στην επίλυση του όποιου προβλήματος, αλλά και στην αποκατάσταση του αισθήματος εμπιστοσύνης στην αγορά, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης.

Η αντιμετώπιση των προηγούμενων αστοχιών είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς οι κίνδυνοι σήμερα είναι περισσότεροι και δεν συνδέονται μόνο με τις επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων. Ένα σημαντικό νέο στοιχείο, είναι η ταχύτητα με την οποία έλαβε χώρα ο πανικός στην περίπτωση της SVB αλλά και των άλλων αμερικανικών τραπεζών. Είναι χαρακτηριστικό πως μέσα σε ένα 24ωρο οι πελάτες της τράπεζας απέσυραν $42 δις, ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο των καταθέσεων της. Όπως έγινε μάλιστα γνωστό, ο πανικός ενισχύθηκε μετά από συζήτηση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου κάποιοι μεγάλοι πελάτες προέτρεψαν τους υπόλοιπους να εγκαταλείψουν την τράπεζα. Είναι προφανές ότι οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες επιταχύνουν τις εξελίξεις από τη στιγμή που θα διαρρεύσει έστω και η παραμικρή υπόνοια προβλήματος σε κάποιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι θα ακολουθήσει. Οι ταχείες και αποφασιστικές αντιδράσεις των αρχών φαίνεται να απέτρεψαν την διάδοση της αναταραχής προς το παρόν, αλλά οι αγορές εξακολουθούν να παραμένουν νευρικές, καθώς δεν είναι γνωστό ποιες τράπεζες και σε τι βαθμό είναι ευάλωτες στο νέο επιτοκιακό περιβάλλον. Ο νέος χρηματοδοτικός μηχανισμός που έθεσε σε λειτουργία η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δίνει στις τράπεζες πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια χωρίς να χρειαστεί να πουλήσουν με ζημία τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους. Αυτό ελαττώνει την άμεση πίεση, αλλά δεν τις απαλλάσσει από την ανάγκη να καλύψουν το νέο αυξημένο κόστος δανεισμού τους, γεγονός που σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιες από αυτές σε μια αργή πορεία προς την χρεοκοπία.

Είναι πλέον προφανές ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν την κρίση του 2008, δεν είναι τόσο ασφαλές όσο νομίζαμε και ότι ακόμα και μεσαίες τράπεζες που μέχρι πρόσφατα δεν θεωρούσαμε συστημικές μπορούν να αποδειχθούν καταλύτης για μια νέα κρίση. Οι αρχές θα πρέπει να εγκύψουν με μεγαλύτερη προσοχή στα διδάγματα των προηγούμενων κρίσεων εάν θέλουν να αποτρέψουν μια νέα.

* Ο Δημήτρης Κατσίκας είναι Επίκουρος Καθηγητής ΕΚΠΑ, Κύριος Ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή