Η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να κάνει «ό,τι χρειαστεί» έχει σταθεροποιήσει το ευρώ, αλλά η διστακτικότητά της να καταπολεμήσει τον χαμηλό πληθωρισμό ή ακόμη και τον αποπληθωρισμό υπονομεύει τη σταθερότητα μακροπρόθεσμα.
Τα επιχειρήματα για την τήρηση πιο επιθετικής στάσης είναι ισχυρά. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη πέφτει σταθερά από τα τέλη του 2011 και τώρα βρίσκεται στο 0,7%, ενώ προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο 1,1% το 2014 και ότι θα παραμείνει κάτω από το 1,4% την ερχόμενη πενταετία, δηλαδή πολύ κάτω από τον στόχο του 2%.
Τα τεστ αντοχής και η αξιολόγηση ποιότητας ενεργητικού που θα διενεργήσει η ΕΚΤ μπορεί να οδηγήσουν τις τράπεζες να περιορίσουν ακόμη περισσότερο τον δανεισμό, ενώ απειλές γενικότερης φύσεως και μια ανατίμηση του ευρώ θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη. Επιπλέον, ο κίνδυνος αποπληθωρισμού είναι σημαντικός, ενώ ο κίνδυνος ν’ αυξηθεί ο πληθωρισμός πάνω από τον στόχο του 2% είναι ελάχιστος. Ωστόσο, η βιωσιμότητα του χρέους πολλών χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα επιδεινωθεί δραματικά αν ο πληθωρισμός είναι χαμηλός ή αν οι τιμές υποχωρήσουν και άλλο. Οπότε, τι θα μπορούσε να γίνει;
Σημείο εκκίνησης θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση πιο επιθετικής «ορθόδοξης» νομισματικής πολιτικής. Η δημόσια συζήτηση στη Γερμανία -ότι τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν την απόδοση των αποταμιεύσεων των Γερμανών- δεν πρέπει να επηρεάζει την ΕΚΤ. Η νομιμοποίηση της ΕΚΤ εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσο ακολουθεί την εντολή που της έχει δοθεί, δηλαδή να συνεισφέρει στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, όταν έχει εξασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών. Συνεπώς, η περαιτέρω μείωση του επιτοκίου δανεισμού σε συνδυασμό με τη χορήγηση νέων μακροπρόθεσμων δανείων είναι φυσιολογική και στο πλαίσιο της εντολής της ΕΚΤ.
Δεύτερον, η ΕΚΤ θα πρέπει να λάβει μέτρα προκειμένου να βελτιώσει τη χορήγηση δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην περιφέρεια και ταυτόχρονα ν’ αποτρέψει τον κίνδυνο να διολισθήσει η Ευρωζώνη σε αποπληθωρισμό. Προκειμένου μεγάλο μέρος της επιπρόσθετης ρευστότητας να μην πάει στην αγορά κρατικών ομολόγων, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαμηνύσει σαφώς ότι θα τιμωρήσει την κατοχή κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο της αξιολόγησης των τραπεζικών ισολογισμών.
Τρίτο και πιο αμφιλεγόμενο βήμα θα ήταν η αγορά περιουσιακών στοιχείων. Λιγότερες αντιδράσεις θα προκαλούσε η αγορά εταιρικών ομολόγων και τραπεζικών δανείων, κάτι που θα βελτίωνε την παροχή πιστώσεων στην περιφέρεια. Ο τερματισμός να απορροφάται η υπερβάλλουσα ρευστότητα που οφείλεται σε περασμένες αγορές κρατικών ομολόγων θα βελτίωνε τη ρευστότητα.
Πιο αμφιλεγόμενη θα ήταν η αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, η οποία θα πρέπει να μειώσει την ψαλίδα των επιτοκίων μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας, αν και η γενικότερη χρησιμότητα των αγορών είναι αμφισβητήσιμη δεδομένου ότι δεν θα ενισχυθούν ούτε η ανάπτυξη ούτε ο πληθωρισμός στον πυρήνα. Για τις χώρες της περιφέρειας η χρήση του δεύτερου προγράμματος αγοράς ομολόγων (ΟΜΤ) της ΕΚΤ είναι καταλληλότερη δεδομένου ότι συνοδεύεται από όρους (σ.σ. Μνημόνιο) και ανάλυση της βιωσιμότητας χρέους.
Συνολικά, χρειάζεται η ανάληψη δράσης και μάλιστα δεν απαιτείται από την ΕΚΤ να παραβεί την εντολή της.
Η περιφέρεια θα ευνοούνταν από τη χορήγηση νέων μακροπρόθεσμων δανείων και την πιστωτική επέκταση. Ο πυρήνας, ειδικότερα η Γερμανία, πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την προσφορά, θα μειώσουν τη φορολογία της μεσαίας τάξης και θα αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις προκειμένου να ενισχυθούν η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός.
* Ο αρθρογράφος είναι διευθυντής του think tank Bruegel στις Βρυξέλλες.