Η βρετανική Barclays, η γερμανική Deutsche Bank και τρεις άλλες μεγάλες τράπεζες – η Scottia Moccata, η Societe Generale και η HSBC – κατηγορούνται για χειραγώγηση της τιμής αναφοράς του χρυσού (gold fix) στο Λονδίνο, η οποία χρησιμοποιείται σε όλο το εύρος της αγοράς χρυσού, μεγέθους 20 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
Ο Κέβιν Μάερ, κάτοικος της Νέας Υόρκης που δηλώνει ότι έκανε αγοραπωλησίες χρυσού και προθεσμιακών τιμών και δικαιωμάτων σε χρυσό, κατέθεσε αγωγή χθες στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν, σύμφωνα με το δημοσίευμα, υποστηρίζοντας ότι οι πέντε τράπεζες συνεννοήθηκαν για να χειραγωγήσουν την τιμή αναφοράς του χρυσού.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Μάερ επιδιώκει να εκπροσωπήσει την ομάδα όλων των επενδυτών που διακρατούσαν ή εμπορεύονταν χρυσό και παράγωγα χρυσού από το 2004 έως σήμερα, τα οποία τιμολογούνταν με βάση την τιμή αναφοράς του χρυσού. Σε ανακοίνωσή της, η Deutsche Bank δήλωσε ότι πιστεύει ότι η αγωγή δεν έχει βάση και ότι η τράπεζα «θα την αποκρούσει δυναμικά».
Ο καθορισμός της τιμής αναφοράς του χρυσού γίνεται δύο φορές ημερησίως σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ τραπεζών. Στην αρχή κάθε συνεδρίασης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει μία τιμή εκκίνησης στα άλλα μέλη, τα οποία τη μεταφέρουν στους πελάτες τους και, με βάση τις εντολές που λαμβάνουν από αυτούς, καθοδηγούν τους εκπροσώπους τους να δηλώσουν αγοραστές ή πωλητές στη συγκεκριμένη τιμή.
Η τιμή προσαρμόζεται προς τα κάτω και προς τα πάνω, έως ότου υπάρξει αντιστοιχία της ζήτησης με την προσφορά, οπότε ανακοινώνεται η τιμή αναφοράς.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)