Υποχρεωτική «ζώνη ασφαλείας» στους τραπεζικούς κολοσσούς

Υποχρεωτική «ζώνη ασφαλείας» στους τραπεζικούς κολοσσούς

8' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-9 εξακολουθούν να είναι αισθητές, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ωστόσο, καθώς το ζήτημα της μεταρρύθμισης του ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των τραπεζών έχει φύγει από τα πρωτοσέλιδα, το διεθνές τραπεζικό λόμπι έχει βρει την ευκαιρία να ασκήσει τη διόλου ευκαταφρόνητη επιρροή του ώστε να αμβλύνει την ισχύ των νέων κανόνων. Οι κανόνες αυτοί, που συνοψίζονται ως Βασιλεία ΙΙΙ και εφαρμόζονται σταδιακά με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2019, είναι ζωτικής σημασίας ώστε μια τράπεζα να έχει μεγαλύτερη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών και άρα να μειώνεται η πιθανότητα να χρειαστεί κρατική διάσωση. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη μεθοδολογία υπολογισμού των στοιχείων ενεργητικού, τα οποία καθορίζουν το ύψος των ιδίων κεφαλαίων που πρέπει να διατηρεί μια τράπεζα, προκύπτει από την παρακολούθηση της εφαρμογής των νέων κανόνων ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα απολαμβάνουν υπερβολικά μεγάλη ευελιξία.

Οπως εξηγούν στην «Κ» πηγές της Επιτροπής της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών, οι μεγάλες τράπεζες, δεδομένης της αυξημένης πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους και τις μεγαλύτερες απαιτήσεις των εποπτικών αρχών για τη διαχείριση ρίσκου, είναι πιο πιθανό να υιοθετούν τις πιο προηγμένες προσεγγίσεις στον υπολογισμό του ενεργητικού τους, σταθμισμένου για τους υπάρχοντες κινδύνους. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος των μικρότερων τραπεζών, που χρησιμοποιούν το απλό μοντέλο, και αποτελεί νέα απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος. Τα καλά νέα είναι ότι οι θεματοφύλακες της σταθερότητας αυτής δείχνουν αποφασισμένοι να αναλάβουν δράση για να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων των μεγάλων τραπεζών.

Δημιουργική λογιστική

Σύμφωνα με τα ευρήματα έκθεσης της Επιτροπής της Βασιλείας που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 2013, οι διακυμάνσεις στη στάθμιση κινδύνου μεταξύ διαφορετικών τραπεζών οδηγούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε απόκλιση ώς και 20% στον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.

Με απλά λόγια, μια τράπεζα με ένα εξεζητημένο –και συνήθως αδιαφανές– μοντέλο στάθμισης κινδύνου του ενεργητικού της θα μπορούσε να εμφανίζει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 12%, πάνω από το ελάχιστο του 10,5% που επιτρέπει η Βασιλεία ΙΙΙ (θα ισχύσει πλήρως από το 2019), ενώ το απλό μοντέλο θα την τοποθετούσε στο 10% και θα καθιστούσε αναγκαία την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας. Οπως παρατηρούσαν οι συντάκτες της έκθεσης, η δυνατότητα δημιουργικής λογιστικής των τραπεζών ήταν εν μέρει συνάρτηση της χαλαρότητας των εθνικών εποπτικών αρχών, η οποία έφτανε σε κάποιες περιπτώσεις στον βαθμό να παραβιάζει τα στάνταρ της Βασιλείας. Μια απάντηση σε αυτό είναι η πιο αυστηρή οριοθέτηση των κανόνων περί γνωστοποίησης, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των κεφαλαιακών δεικτών που χρησιμοποιεί η κάθε τράπεζα.

Τον περασμένο μήνα, η Επιτροπή της Βασιλείας εξέδωσε τις προτάσεις της για την αλλαγή των κανόνων γνωστοποίησης σχετικά με τη μέθοδο στάθμισης του κινδύνου που συνδέεται με τα στοιχεία ενεργητικού. Η σχετική διαβούλευση θα διαρκέσει ώς τον Σεπτέμβριο. Πιο σημαντικό ακόμα είναι ότι δρομολογούνται μέτρα που θα μειώσουν αισθητά τη δυνατότητα των τραπεζών να αποκλίνουν στη στάθμιση του κινδύνου του ενεργητικού τους από τις μετρήσεις του απλού μοντέλου. Ηδη στην έκθεση του περασμένου Ιουλίου είχε γίνει αναφορά στo ενδεχόμενο να προκύψουν σημεία αναφοράς («benchmarks») από τα δεδομένα που συγκεντρώνει από τις τράπεζες η επιτροπή, τα οποία θα θέτουν όρια στις παραμέτρους στάθμισης κινδύνου που χρησιμοποιεί η κάθε τράπεζα, αλλά και «κατώφλια» κάτω από τα οποία οι υπολογισμοί του ενεργητικού δεν μπορούν να πέσουν.

Θέτουν «κατώφλια»

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Wall Street Journal στις 6 Ιουλίου, οι ρυθμιστές της Βασιλείας ενδέχεται να υιοθετήσουν το εργαλείο των «κατωφλιών» για να θέσουν ελάχιστα επίπεδα στάθμισης κινδύνου για κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού μιας τράπεζας. Το μέτρο, όπως αναφέρει η εφημερίδα, είναι πιθανό να συμπεριλαμβάνεται σε δέσμη προτάσεων που θα παρουσιάσει η επιτροπή στη σύνοδο του G20 τον προσεχή Νοέμβριο. Πήγες της Επιτροπής της Βασιλείας επιβεβαιώνουν στην «Κ» ότι στη σύνοδο του Νοεμβρίου θα παρουσιάσουν τους τρόπους με τους οποίους σκοπεύουν να «αντιμετωπίσουν τις αποκλίσεις» που έχουν καταγραφεί.

«Η θεσμοθέτηση “κατωφλιών” στη στάθμιση κινδύνων θα ήταν μια σώφρων επιλογή», δηλώνει στην «Κ» ο Πολ Τάκερ, πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, fellow του Πανεπιστημίου του Harvard και, ώς τον περασμένο Οκτώβριο, μέλος της καθοδηγητικής επιτροπής του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο οποίος είχε προτείνει κάτι αντίστοιχο προ διετίας. «Οποιαδήποτε άλλη επιλογή είτε δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη το υφιστάμενο ρίσκο, όπως ήταν η Βασιλεία Ι, είτε είναι υπερβολικά ανοιχτή στην κατάχρηση, όπως η Βασιλεία ΙΙ. Υποψιάζομαι ότι ορισμένες τράπεζες ξεγελούν τον εαυτό τους σχετικά με την ανθεκτικότητα των μοντέλων αξιολόγησης κινδύνων που χρησιμοποιούν, αλλά σίγουρα υπάρχουν και πιο διεφθαρμένες μορφές κατάχρησης των κανόνων».

Τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα δεν είναι αθώα…

Το επόμενο βήμα που θα χρειαστεί επώδυνες διαπραγματεύσεις αφορά την κατάργηση της απόδοσης μηδενικού ρίσκου στα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων ευρωπαϊκών τραπεζών, τα οποία έχουν εκδοθεί σε εγχώριο νόμισμα. Στην έκθεση του Ιουλίου 2013, η Επιτροπή της Βασιλείας ανέδειξε τα κρατικά ομόλογα ως την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις στην αξιολόγηση ρίσκου, ενώ η κρίση ανέδειξε ότι, στην πράξη, το ευρώ δεν αποτελεί «εγχώριο» νόμισμα για πολλά μέλη της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Autonomous Research, η εμβέλεια στάθμισης ρίσκου των ιταλικών κρατικών ομολογών από τράπεζες στην Ευρώπη εκτείνεται από το μηδέν (από τις ίδιες τις ιταλικές τράπεζες) έως 45% (από τη βρετανική Barclays).

Η Κεντρική Τράπεζα του Βελγίου φαίνεται ότι ήδη έκανε την πρώτη κίνηση: τον περασμένο Μάιο, η KBC, το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στη χώρα βάσει χρηματιστηριακής αξίας, ανακοίνωσε αύξηση του σταθμισμένου για κινδύνους ενεργητικού της κατά 4,4 δισ. ευρώ, καθώς σταμάτησε να θεωρεί τα κρατικά ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό της (βέλγικα, τσέχικα, σλοβάκικα και ουγγρικά) ως μηδενικού κινδύνου. Οπως γνωστοποίησε η τράπεζα, η αλλαγή αυτή υπαγορεύθηκε από την κεντρική τράπεζα. Η ίδια η Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας της ΕΚΤ, η οποία θα αναλάβει από τον Νοέμβριο την εποπτεία των συστημικά σημαντικών τραπεζών της Ευρωζώνης, έχει μιλήσει δημοσίως υπέρ της ανάγκης αλλαγής του καθεστώτος – π.χ. μιλώντας στους Financial Times τον περασμένο Φεβρουάριο, σημείωνε ότι τα κρατικά ομόλογα «δεν είναι μηδενικού ρίσκου», κάτι το οποίο «έχει αποδειχθεί, και τώρα πρέπει να αντιδράσουμε».

Ηδη, στα τρέχοντα τεστ αντοχής που διεξάγει η ΕΚΤ στις συστημικά σημαντικές τράπεζες της Ε.Ε. εμπεριέχονται προβλέψεις ζημιών στα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων – 16% για την Ελλάδα και την Κύπρο, σύμφωνα με πηγές της «Κ», βάσει της πιστοληπτικής αξιολόγησης των δύο χωρών. Αυτό, για ανθρώπους με γνώση των εσωτερικών διαβουλεύσεων στη Φρανκφούρτη, αποτελεί ένδειξη ότι έχει επικρατήσει μια νέα λογική σε σχέση με το κρατικό χρέος.

Ελληνικό χρέος

Η σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης, παρότι αποτελεί καθυστερημένη αναγνώριση μιας πασιφανούς πραγματικότητας, είναι καταλυτική για τον μελλοντικό δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου. Η ρύθμιση της στάθμισης κινδύνου του κρατικού χρέους θα επιχειρήσει να ελέγξει τον κίνδυνο συγκέντρωσης, δηλαδή της υπερβολικής έκθεσης μιας τράπεζας σε κρατικά ομόλογα μιας μόνο χώρας, που συνήθως είναι η χώρα προέλευσής της. Επιπλέον, θα ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος χώρας (country risk) που αφορά τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας που εκδίδει το ομόλογο. Είναι σαφές ότι όταν το νέο αυτό ρυθμιστικό πλαίσιο εφαρμοστεί, η δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να παίξουν και πάλι τον ρόλο των βασικών αγοραστών εγχώριου δημόσιου χρέους θα περιοριστεί δραστικά.

Οι ερευνητές της Autonomous, που βασίζονται σε στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2014, υπολογίζουν ότι η εφαρμογή βαθμίδων κινδύνου 33% για ιταλικά, ισπανικά και ιρλανδικά ομόλογα και 50% για πορτογαλικά και ελληνικά θα σήμαινε αθροιστικά απώλεια έξι ποσοστιαίων μονάδων κεφαλαιακής επάρκειας για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες. Μία εξ αυτών θα έπεφτε οριακά κάτω από το όριο του 9% που έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

Επιπλέον, το νέο πλαίσιο, ό,τι τελική μορφή κι αν πάρει, θα επιδράσει δραματικά στην αγορά ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων, που βρέθηκαν το 2011 στο επίκεντρο της συστημικής κρίσης της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με στοιχεία της Autonomous Research, οι ιταλικές τράπεζες εξακολουθούν να κατέχουν σήμερα το 23% των ιταλικών ομολόγων. Στην Ισπανία, η διασύνδεση κρατικού χρέους και εγχώριου τραπεζικού συστήματος, που ήταν κεντρικός παράγοντας επιδείνωσης της ευρωπαϊκής κρίσης, είναι ακόμα στενότερη: το 33% των υπό διαπραγμάτευση ομολόγων του ισπανικού Δημοσίου ανήκει σε ισπανικές τράπεζες.

Προς νέο καθεστώς

Ο διοικητής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, έχει επανειλημμένως (και σε συνέντευξη με την «Κ») αναδείξει την ανάγκη αλλαγής του καθεστώτος αξιολόγησης του κινδύνου των κρατικών ομολόγων. «Είναι φανερό ότι δεν γίνεται να θεωρούνται τα κρατικά ομόλογα όλων των χωρών της Ε.Ε. ως εξίσου ριψοκίνδυνα. Παράλληλα, καμίας χώρας το ομόλογο δεν μπορεί να θεωρείται μηδενικού ρίσκου», δηλώνουν στην «Κ» πηγές της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, αναγνωρίζοντας ότι ο δρόμος είναι δύσβατος προς την τελική συμφωνία, καθώς το ζήτημα του βαθμού ρίσκου που συνδέεται με το χρέος μιας χώρας είναι, για προφανείς λόγους, ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα. «Η συζήτηση πάντως έχει ξεκινήσει», σημειώνουν οι ίδιες πηγές, προβλέποντας ότι θα χρειαστεί μια παρατεταμένη περίοδος για τη σταδιακή εφαρμογή του νέου καθεστώτος, η οποία υπολογίζουν να φτάνει την πενταετία.

Υπομόχλιες αλλαγές στον δείκτη μόχλευσης

Η επιρροή του τραπεζικού λόμπι φάνηκε, στις αρχές του έτους, στις αλλαγές του τρόπου υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης – μια υποκατηγορία του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που μετράει την αξία των κοινών μετοχών μιας τράπεζας ως ποσοστό του ενεργητικού της. Το κατώτατο όριο του δείκτη μόχλευσης που επιτρέπεται από τη Βασιλεία ΙΙΙ δεν άλλαξε – παραμένει στο 3%. Ωστόσο με τις τροποποιήσεις του περασμένου Ιανουαρίου, δόθηκε η δυνατότητα στις τράπεζες να μην καταγράφουν καθόλου ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού τους και να κάνουν διάφορες αλχημείες με τα παράγωγά τους (π.χ. αλληλοαναίρεση αντίθετων θέσεων), με αποτέλεσμα να υποτιμούν το μέγεθος του ενεργητικού τους. Τη μέρα που ανακοινώθηκαν οι αλλαγές, όπως ανέφερε ο Economist, οι μετοχές ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως η Barclays και η Deutsche Bank, εκτοξεύθηκαν σε υψηλά τριετίας.

Σημειώνεται ότι οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές έχουν επιβάλει μονομερώς αυστηρότερους δείκτες μόχλευσης που φτάνουν το 5% στις οκτώ μεγαλύτερες εταιρείες τραπεζικών συμμετοχών και το 6% για τις θυγατρικές των ομίλων αυτών που βρίσκονται υπό την ασπίδα της Ομοσπονδιακής Εταιρείας Εγγύησης Καταθέσεων (FDIC). Στις ΗΠΑ, ωστόσο, οι πιο χαλαροί λογιστικοί κανόνες για τον δείκτη μόχλευσης ίσχυαν ήδη πριν από τον Ιανουάριο.

Επικριτές του δείκτη, όπως η Bundesbank, τονίζουν πως είναι ένα χονδροκομμένο εργαλείο που δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ ριψοκίνδυνων και πιο ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, όπως κάνει η μέθοδος στάθμισης κινδύνου. Οι θιασώτες του δείκτη τονίζουν ότι η μέθοδος της στάθμισης κινδύνου υπονομεύεται από την ελευθερία που έχουν οι τράπεζες στην αξιολόγηση του ρίσκου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή