Το δίλημμα των τραπεζών

2' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H Goldman Sachs διατηρεί γραφεία στη Μόσχα, όπως η Citigroup, η Morgan Stanley, η JPMorgan Chase και η Bank of America Merrill Lynch. Η Ρωσία αποτελούσε μια αγορά με υψηλές προδιαγραφές ανάπτυξης για τη Wall Street. Σήμερα κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν εφιάλτη των αγορών και μια πολιτική «καυτή πατάτα». Δεδομένης της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία για την Ουκρανία, οι τραπεζικοί κολοσσοί της Wall Street καλούνται να αντιμετωπίσουν το ακόλουθο δίλημμα: πρέπει να μείνουν ή να φύγουν;

Η παρουσία της Wall Street στη Ρωσία είναι εδώ και καιρό ένα ζήτημα διαμάχης. Ορισμένοι επικριτές υποστηρίζουν πως οι δυτικές τράπεζες έχουν υπογείως συμβάλει στον πλουτισμό της κυβέρνησης του Βλαντιμίρ Πούτιν όσο εκείνος διηύθυνε ένα αυταρχικό καθεστώς, κατάσχοντας πολλές φορές περιουσιακά στοιχεία από πολιτικούς αντιπάλους του. «Πίσω από τις οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας, ο ρόλος των τραπεζών της Wall Street ήταν να ενισχύσουν τον Πούτιν», έγραψε πρόσφατα ο Ρόμπερτ Ρέιχ, επιφανής οικονομολόγος και υπουργός Εργασίας επί διακυβέρνησης Μπιλ Κλίντον. «Η Morgan Stanley, για παράδειγμα, υπολογίζεται πως κέρδισε 360 εκατομμύρια δολάρια από την παροχή υπηρεσιών επενδυτικής τραπεζικής στη Ρωσία από το 2002 έως το 2013. Η τράπεζα ανέλαβε τη δημόσια εγγραφή του κρατικού πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft, ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και τον βοήθησε να μετατραπεί σε έναν χρηματιστηριακό γίγαντα». «Υπάρχει κάτι που οι τράπεζες της Wall Street δεν είναι διατεθειμένες να κάνουν προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη;» προσέθεσε ο πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με στοιχεία της Thomson Reuters, οι τράπεζες έχουν εξασφαλίσει προμήθειες της τάξεως των 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την παροχή υπηρεσιών σε ρωσικές εταιρείες. Η Deutsche Bank έχει επωφεληθεί περισσότερο από κάθε άλλη τράπεζα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Κατέχει το 8,3% της αγοράς. Ακολουθούν η Morgan Stanley με μερίδιο 6,22%, η Citigroup (6,16%) και η JPMorgan (5,9%). Οι Gazprom και Rosneft, δύο κολοσσοί ελεγχόμενοι από το ρωσικό κράτος, έχουν πληρώσει σχεδόν 600 εκατομμύρια δολάρια σε προμήθειες.

Οταν οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία ήταν καλύτερες, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Morgan Stanley, Τζον Μακ, έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Rosneft με την προσωπική έγκριση του κ. Πούτιν, σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου Bloomberg. Ο κ. Μακ αποσύρθηκε τον περασμένο Μάιο, όταν άρχισαν να επιδεινώνονται αισθητά οι σχέσεις των δύο χωρών. Εκείνος επέμενε πως η αποχώρησή του ήταν μία απόφαση ανεξάρτητη από πολιτικές εξελίξεις.

Εν τούτοις, ο κ. Μακ αποχώρησε όταν εξελισσόταν η πώληση της μονάδας διαπραγμάτευσης πετρελαίου και εμπορευμάτων της Morgan Stanley στη Rosneft, μια συμφωνία που ανακοινώθηκε στα τέλη του 2013 αλλά εκκρεμεί, διότι θα πρέπει να λάβει την έγκριση διάφορων κρατικών φορέων, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων των ΗΠΑ. Αποστολή αυτής της επιτροπής είναι «να προσδιορίσει την επίδραση τέτοιας φύσεως συναλλαγών στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», όπως αναφέρεται επισήμως. Το ζήτημα που προβληματίζει τις αμερικανικές τράπεζες με παρουσία στη Ρωσία είναι πώς να χειριστούν όλο το προσωπικό που απασχολούν κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες, όπως δήλωσε υψηλόβαθμο στέλεχος σε μεγάλη τράπεζα. Ενώ η ρωσική οικονομία υπόσχεται πολλά, η κρίση μπορεί να διαρκέσει χρόνια και έτσι οι τράπεζες θα έχουν δαπανήσει δεκάδες εκατομμύρια για να διατηρήσουν τα γραφεία τους στη χώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή