Εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, οικονομολόγοι και κεντρικοί τραπεζίτες ασκούν πιέσεις για να ληφθούν δυναμικά μέτρα προκειμένου να ανακοπεί η υποχώρηση του πληθωρισμού και να αναθερμανθεί η οικονομία της Ευρωζώνης. Ωστόσο, οι επιθετικές αντιρρήσεις των Γερμανών πολιτικών και της πανίσχυρης Bundesbank εμπόδιζαν τον Ντράγκι να κινηθεί μέχρις ότου συγκέντρωσε αργά και κουραστικά τη στήριξη του Δ.Σ. της ΕΚΤ.
Ο πρώτος τακτικός ελιγμός του ήταν να κατακερματίσει την απόφαση σε διαφορετικά ζητήματα. Αρχικά επιδίωξε να υπάρξει συμφωνία ότι οι αγορές ομολόγων όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στη δευτερογενή αγορά ανάλογα με το μερίδιό της στο κεφάλαιο της ΕΚΤ αποτελεί θεμιτό εργαλείο νομισματικής πολιτικής. Εχοντας διασφαλίσει ομόφωνη στήριξη επί της αρχής αυτής, ο διάλογος μπορούσε να μεταφερθεί στον χρόνο και στους τρόπους με τους οποίους θα γίνονταν οι αγορές ομολόγων, κυρίως στο ποσοστό του κινδύνου που θα αναλάμβαναν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Στο θέμα αυτό, ο κ. Ντράγκι προσέφερε έναν κρίσιμο συμβιβασμό, που σύμφωνα με ορισμένους διοικητές κεντρικών τραπεζών και αναλυτές θα αποδυναμώσει όχι μόνον τον αντίκτυπο της ποσοτικής χαλάρωσης αλλά και την αξιοπιστία της Τράπεζας. Η ίδια θα αγοράζει και θα αναλαμβάνει τον κίνδυνο μόνο για όσα ομόλογα έχουν από κοινού εκδοθεί από την Ε.Ε. και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ τον κίνδυνο για το υπόλοιπο 80% του κρατικού χρέους θα τον επωμισθούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Αυτή η πλέον διαφιλονικούμενη πλευρά της απόφασης ήταν παραχώρηση στις πιέσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου και της Bundesbank, «σχεδιασμένη να κατευνάσει τη γερμανική υστερία» σύμφωνα με πηγή της Τράπεζας. Η ίδια πηγή προσέθεσε πως πρακτικά έχει μικρή σημασία εφόσον ο κίνδυνος αναπόφευκτα θα ήταν κοινός σε όλο το σύστημα κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης σε περίπτωση πτώχευσης χώρας-μέλους της. Ο κ. Ντράγκι ενημέρωσε την κ. Μέρκελ για τις προθέσεις του σε συνάντησή τους στο Βερολίνο στις 14 Ιανουαρίου. Παρά τις ανησυχίες της για το «γλυκό δηλητήριο» του εύκολου χρήματος που μπορεί να οδηγήσει σε κερδοσκοπικές «φούσκες» και σε χαλάρωση της πίεσης για επώδυνες μεταρρυθμίσεις, η κ. Μέρκελ δήλωσε πως θα σεβαστεί την ανεξαρτησία της Τράπεζας, σύμφωνα με πηγή που γνωρίζει το περιεχόμενο της συζήτησης.
Από τη στιγμή που αποκλείστηκε η από κοινού ανάληψη του κινδύνου, τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα μεγαλύτερο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, πιο εκτεταμένο από εκείνο που είχε αρχικά προταθεί. Εχοντας αρχικά διερευνήσει την προοπτική ενός προγράμματος ύψους 500 δισ. ευρώ, η επίσημη πρόταση διανεμήθηκε στα μέλη του Δ.Σ. στις 21 Ιανουαρίου για μηνιαίες αγορές ύψους 50 δισ. ευρώ επί 22 μήνες με τελικό άθροισμα το 1,1 τρισ. ευρώ. Αύξησαν, όμως, το ποσό στα 60 δισ. ευρώ τον μήνα επί τουλάχιστον 19 μήνες, που σημαίνει συνολικά 1,14 δισ. ευρώ. Για να στηρίξει τη θέση του, ο κ. Ντράγκι επικαλέστηκε μια σειρά στοιχείων που καταδεικνύουν ότι επιταχύνεται η υποχώρηση του πληθωρισμού και των τιμών.
Η δραματική πτώση των τιμών του πετρελαίου, αν και θεωρητικά ενισχύει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών στην Ευρωζώνη, εγκυμονεί τον κίνδυνο συμπίεσης των μισθών και επιτάχυνσης του πολέμου μείωσης των τιμών, ενώ παράλληλα δυσχεραίνει τις προσπάθειες νοικοκυριών και κυβερνήσεων να διαχειριστούν τα χρέη τους. Οι δείκτες που παρακολουθεί η ΕΚΤ προδίδουν πως ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να αυξηθεί πριν από το 2020. Και μόλις μία εβδομάδα πριν από την τελική απόφαση της ΕΚΤ, ο κ. Ντράγκι έτυχε της στήριξης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που του έδωσε το πράσινο φως. Ηταν ένα πολύτιμο αντίβαρο στην ομοβροντία εχθρικών δηλώσεων από Γερμανούς πολιτικούς, οικονομολόγους και γερμανικά ΜΜΕ. Ο κ. Ντράγκι κατόρθωσε, άλλωστε, να καθησυχάσει τα μέλη του Δ.Σ. ότι θα κινούνταν σε συνεργασία μαζί τους.
Τον Οκτώβριο, επτά μέλη του Δ.Σ. ψήφισαν κατά της επέκτασης του ισολογισμού της Τράπεζας χωρίς πλήρη ποσοτική χαλάρωση, ενώ δύο άλλοι εξέφρασαν επιφυλάξεις για τις ηγετικές διαθέσεις του κ. Ντράγκι. Ετσι ο κ. Ντράγκι υποσχέθηκε στενότερη διαβούλευση και περισσότερες συζητήσεις με άτομα εκτός του στενού του κύκλου.