Αποψη: Η νομισματική πολιτική πρέπει να προστατευθεί από περαιτέρω εκμετάλλευση

Αποψη: Η νομισματική πολιτική πρέπει να προστατευθεί από περαιτέρω εκμετάλλευση

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ελληνικό δράμα, τα μεγάλα ελλείμματα και η αναιμική ανάπτυξη στο μεγαλύτερο μέρος της Zώνης του Eυρώ αποκαλύπτουν τη σημασία της αποφασιστικής προώθησης των μεταρρυθμίσεων. Διατηρώ, επίσης, την πεποίθηση ότι η αρχή της ευθύνης, τόσο σημαντική σε μια οικονομία της αγοράς, πρέπει να τεθεί και πάλι σε εφαρμογή, με ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα. Η αρχή αυτή ορίζει ότι αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις αναλαμβάνει επίσης την ευθύνη για τις επιπτώσεις των αποφάσεων αυτών. Μόνο έτσι θα μπορέσει η νομισματική μας ένωση να σταθεροποιηθεί σε βάθος χρόνου.

Αυτές τις ημέρες, ολοένα και περισσότερες φωνές ζητούν μεγαλύτερη αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη, όμως, δεν αποτελεί λύση για τις οικονομικές και δημοσιονομικές αποτυχίες. Η οικονομική βοήθεια εξασφαλίζει χρόνο για τις αναγκαίες διαδικασίες προσαρμογής, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατό τους. Το πακέτο διάσωσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, η τραπεζική ένωση και το δημοσιονομικό σύμφωνο –νέες μέθοδοι και δομές, σχεδιασμένες για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και για την ενίσχυση της αλληλεγγύης– αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Μόλις, όμως, ένα κράτος-μέλος χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα την εθνική του κυριαρχία για να αθετήσει τις συμφωνίες, τότε η αλληλεγγύη έχει φθάσει στα όριά της, όπως άλλωστε κατέστη σαφές και στην ελληνική κρίση.

Η συνεργασία μεταξύ κρατών δεν θα μακροημερεύσει, άλλωστε, αν κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να εγείρει απαιτήσεις, αφήνοντας τη συλλογικότητα να αναλάβει τη δαπάνη. Η δυνατότητα λήψης αποφάσεων και η ευθύνη γι’ αυτές πρέπει έτσι να είναι βιώσιμα ευθυγραμμισμένες στη νομισματική ένωση.

Δύο θεμελιώδεις επιλογές ανοίγονται μπροστά μας. Η πρώτη, βασισμένη στο ισχύον νομικό πλαίσιο (Μάαστριχτ plus), επιδιώκει την περαιτέρω ενίσχυση της ευθύνης κάθε κράτους-μέλους και των επενδυτών, επιτρέποντας τη συλλογική λήψη αποφάσεων μόνο μέσα σε σαφώς καθορισμένο πλαίσιο. Η δεύτερη επιλογή θα ήταν μια πολιτική ένωση στην οποία τα κεντρικά ευρωπαϊκά όργανα θα έχουν τη δυνατότητα ευθείας παρέμβασης, εφόσον η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική κράτους-μέλους βρίσκεται εμφανώς σε λανθασμένη τροχιά. Ως αντάλλαγμα σε μια τέτοια απώλεια εθνικής κυριαρχίας –που θα απαιτούσε την τροποποίηση των ευρωπαϊκών συμφώνων και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις σε πολλά κράτη– θα μπορούσε να προσφερθεί η δυνατότητα ενίσχυσης της συλλογικής λήψης αποφάσεων, καθώς και οι μεταβιβάσεις δημοσιονομικών βαρών.

Οι πολιτικοί, όμως, αποφεύγουν να επιλέξουν κάποια από τις παραπάνω επιλογές. Αντίθετα, πολλές από τις προτάσεις τους αφορούν την προώθηση της ενσωμάτωσης χωρίς παράλληλη τροποποίηση Συνθηκών, ως μέθοδο σταδιακής προσέγγισης της πολιτικής ενοποίησης. Στο σενάριο αυτό, μεγαλύτερη ενσωμάτωση σημαίνει πάνω από όλα στενότερη επικοινωνία, χωρίς απώλεια εθνικής κυριαρχίας, όπως θα γινόταν σε περίπτωση συμφωνίας κοινού ταμείου ασφάλισης κατά της ανεργίας ή κοινού σχεδίου ασφάλισης καταθέσεων.

Το ίδιο θα ίσχυε και για ένα σύστημα ευθείας ευρωπαϊκής οικονομικής εξίσωσης. Αντί για πολιτική ενσωμάτωση, όμως, τα διστακτικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να μας οδηγήσουν σε επικίνδυνη ατραπό ασαφούς ευθύνης. Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν δεινές: αυξανόμενη μεταρρυθμιστική κόπωση, μειωμένη λαϊκή υποστήριξη για τη νομισματική ένωση και αδιάκοπη πίεση στο ευρωσύστημα, με ενδεχόμενη αρνητική επίπτωση στην προσήλωση της Eυρωζώνης στη σταθερότητα.

Οι πρόσφατες προτάσεις για Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών ή ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση μού φαίνονται και αυτές επιπόλαιες. Αν το θέμα αφορούσε μόνο την παροχή επιπλέον χρηματοδότησης σε προβληματικά κράτη-μέλη, η ευθύνη θα ήταν ασαφώς κατανεμημένη και τα κίνητρα απατηλά. Θα ήταν σφάλμα να ανταμειφθεί η κακή εθνική οικονομική πολιτική με ευρωπαϊκά κεφάλαια.

Οσο εκλείπει η βούληση για σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων νομοθετικών πρωτοβουλιών, το ισχύον πλαίσιο του Μάαστριχτ πρέπει να ενισχυθεί και να θωρακισθεί απέναντι στις κρίσεις. Αυτό εξαρτάται από τρεις παράγοντες: ένα ανθεκτικό οικονομικό σύστημα, αποτελεσματικούς μηχανισμούς διαχείρισης ενδεχόμενης κρίσης και λειτουργικούς δημοσιονομικούς κανόνες. Η ατομική ευθύνη κάθε κράτους-μέλους και εκείνη των επενδυτών πρέπει να καταστεί σαφής.

Η απαίτηση οι τράπεζες να διατηρούν κεφάλαια υψηλότερης ποιότητας θα ενισχύσει την οικονομία. Μέτοχοι και πιστωτές των τραπεζών –και όχι πάλι οι φορολογούμενοι– πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα προβλήματα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αυτή είναι η ουσία του νέου καθεστώτος αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα. Είναι επίσης αναγκαίο να διαρρήξουμε τους δεσμούς κρατών – τραπεζών, καταργώντας σταδιακά την προνομιακή ρυθμιστική αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων, που αποτυπώνεται εις βάρος των δανείων στον εταιρικό τομέα και στα νοικοκυριά. Αν δεν γίνει αυτό, υπάρχει ο κίνδυνος οι κυβερνήσεις, αντιμέτωπες με κινδύνους ρευστότητας, να συμπαρασύρουν τα εθνικά τραπεζικά συστήματα, που έχουν επενδύσει δυσανάλογα μεγάλα ποσά σε κρατικά ομόλογα.

Κύριο γνώρισμα ενός ενισχυμένου πλαισίου είναι οι ξεκάθαροι κανόνες σε περίπτωση ενδεχόμενης χρεοκοπίας. Επιπλέον, τα κρατικά ομόλογα θα πρέπει να περιλαμβάνουν ρήτρες που θα εξασφαλίζουν την αυτόματη χρονική επέκταση της αποπληρωμής τους, θεωρητικά για τρία χρόνια, αν το κράτος-εκδότης βρίσκεται σε πρόγραμμα του ESM (Μηχανισμός Ευρωπαϊκής Σταθερότητας). Αυτό θα επέτρεπε μια καλύτερη διάκριση μεταξύ κρατών τα οποία αντιμετωπίζουν πιέσεις ρευστότητας και χώρες με προβλήματα φερεγγυότητας. Οι επενδυτές θα διατηρούσαν την ευθύνη και θα δυσκολεύονταν περισσότερο να μεταβιβάσουν τις επιπτώσεις των επιλογών τους στους φορολογούμενους. Παράλληλα, ο όγκος του δανεισμού του ESM θα περιοριζόταν δραστικά.

Οι ισχύοντες δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει, στο μεταξύ, να εφαρμόζονται με απλούστερο, πιο διαφανή και αυστηρό τρόπο. Η σχετικά χαλαρή εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τα κράτη-μέλη με μεγάλα ελλείμματα απειλεί να υποσκάψει την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών.

Η σημερινή συζήτηση για τον μελλοντικό ρόλο της Κομισιόν ενισχύει τα επιχειρήματα υπέρ της απόδοσης των αρμοδιοτήτων εποπτείας προϋπολογισμών και κανονισμών σε ανεξάρτητη θεσμική αρχή. Ενας τέτοιος θεσμός θα είχε αδιαμφισβήτητη εντολή και καμία εμπλοκή στην πολιτική διαπραγμάτευση της Ευρώπης. Οπως και σήμερα, όμως, οι πολιτικές αποφάσεις θα συνεχίσουν να λαμβάνονται από το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών.

Τέλος, η νομισματική πολιτική πρέπει και αυτή να προστατευθεί από περαιτέρω εκμετάλλευση. Επί του παρόντος, πολλοί την αντιμετωπίζουν ως επείγουσα μέθοδο κινητοποίησης του πολιτικού κόσμου στις στιγμές αδράνειάς του. Η τακτική αυτή, όμως, θα απειλήσει όχι μόνο τη σαφή κατεύθυνση της Ευρωζώνης προς την τιμολογιακή σταθερότητα, αλλά και την ίδια της την ανεξαρτησία.

* Ο κ. Jens Weidmann είναι πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή