Το ανθρώπινο έλλειμμα και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της Ιταλίας

Το ανθρώπινο έλλειμμα και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της Ιταλίας

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ταχεία ανάπτυξη της Ιταλίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο ενίσχυσε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσον όρο των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ. Παρ’ όλα αυτά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ρυθμοί ανάπτυξης υποχώρησαν σε ηπιότερους ρυθμούς και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξασθένισε απότομα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη και τον ΟΟΣΑ. Αναλυτικότερα, η παραγωγικότητα όλων των συντελεστών παραγωγής παρέμεινε αμετάβλητη στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα ακολούθησε πτωτική πορεία. Εν τω συνόλω, η παραγωγικότητα όλων των συντελεστών παραγωγής υποχωρούσε κατά 0,3% ανά έτος την περίοδο 1998-2014, ενώ αντίθετα αυξανόταν στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.

Ερευνες έχουν εστιάσει στις διαρθρωτικές αδυναμίες της ιταλικής οικονομίας, θεωρώντας πως αυτές αποτελούν τη ρίζα της χαμηλής ανάπτυξης στη χώρα. Αναφορές έχουν γίνει, ειδικότερα, στην ακαμψία των αγορών εργασίας και των προϊόντων, στην ανεπαρκή ανάπτυξη των αγορών κεφαλαίου ή στη δομή του φορολογικού συστήματος. Αδυναμίες έχουν, επίσης, αναφερθεί στον τομέα εταιρικής διακυβέρνησης, στη δημόσια διοίκηση και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Δεν έχει πραγματοποιηθεί, ωστόσο, ανάλυση για την ανεπάρκεια του ανθρώπινου κεφαλαίου της Ιταλίας, που παρατηρείται εδώ και μία 15ετία και ασκεί αρνητική επιρροή στην παραγωγικότητα της χώρας.

Οι ανεπάρκειες στο ανθρώπινο κεφάλαιο αποδίδονται, επίσης, σε διαρθρωτικές αδυναμίες της Ιταλίας. Χαρακτηριστικά, η Ιταλία έχει το χαμηλότερο ποσοστό πληθυσμού που έχει περάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό που έχει λάβει μόνον πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το χάσμα επικρατεί ακόμη και στις νεότερες γενιές, οδηγώντας στην εκτίμηση πως θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να αντιστραφεί η κατάσταση. Η διαφορά αυτή είναι αισθητή, ιδιαίτερα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δεδομένα οικονομιών όπως της Νότιας Κορέας, της Πολωνίας ή της Ισπανίας, που βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση με την Ιταλία. Κενά εντοπίζονται, παράλληλα, στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης της Ιταλίας. Οι δαπάνες στην έρευνα και στην ανάπτυξη περιορίζονταν στο 0,68% του ΑΕΠ το 2013, ένα ποσοστό χαμηλότερο από το ήμισυ του μέσου όρου των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, που ανέρχεται στο 1,61% του ΑΕΠ όλων των κρατών-μελών του οργανισμού. Από το 1998 έχει αυξηθεί κατά 0,19 ποσοστιαίες μονάδες, λιγότερο από το ήμισυ που ισχύει για τη Γερμανία, στις 0,40 ποσοστιαίες μονάδες.

Υποτυπώδης είναι, επίσης, η εξέλιξη των αγορών κεφαλαίου, αναχαιτίζοντας την καινοτομία και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία. Η Ιταλία παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις στην ανάπτυξη και στη δραστηριοποίηση των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και των κεφαλαίων που επικεντρώνονται στις καινοτομικές επιχειρήσεις. Μεγάλα περιθώρια υπάρχουν, τέλος, στη δημιουργία ενός φιλικότερου φορολογικού συστήματος. Εντός Ευρωζώνης, η Ιταλία μετά το Βέλγιο παρουσιάζει τους υψηλότερους έμμεσους φόρους στην εργασία, ενώ η έμμεση φορολόγηση της κατανάλωσης κυμαίνεται στα χαμηλότερα επίπεδα. Πάντως, οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις μειώνουν το φορολογικό βάρος στην εργασία κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, καλύπτοντας τη διαφορά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.

*O Dino Pinelli, ο Istvan P. Szekely και ο Janos Varga είναι μέλη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Υποθέσεων της Κομισιόν.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Voxeu.org.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή