Βαρύς ο λογαριασμός του Brexit για τη Βρετανία και την Ευρώπη

Βαρύς ο λογαριασμός του Brexit για τη Βρετανία και την Ευρώπη

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενώ στη Βρετανία έχει σημάνει συναγερμός μεταξύ των πολιτικών που βλέπουν τους πρώτους κραδασμούς μετά το δημοψήφισμα και σπεύδουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους για τη θωράκιση της οικονομίας, καταιγισμός από δυσοίωνες προβλέψεις έρχεται να επιδεινώσει το κλίμα.

Με την εκτίμηση του ΔΝΤ ότι το ποσοστό μείωσης που θα υποστεί το ΑΕΠ της Βρετανίας θα κυμαίνεται από 1,5% έως και 4,5% και την ΕΚΤ να προεξοφλεί σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία της Ευρωζώνης, οι συμβουλευτικές εταιρείες προβλέπουν μείωση των δαπανών για την τεχνολογία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Την ίδια στιγμή όμως η υποτίμηση της στερλίνας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 31 ετών εμπνέει αισιοδοξία σε πολλές βρετανικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσβλέπουν σε αύξηση των πωλήσεων τους και των κερδών τους, καθώς τα προϊόντα τους θα είναι πλέον πιο ανταγωνιστικά. Στις θετικές εξελίξεις προστίθεται και η προθυμία που επιδεικνύουν οι τέσσερις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες των ΗΠΑ να στηρίξουν το Λονδίνο.

Καθοριστικός παράγοντας για το μέγεθος του πλήγματος που θα δεχθεί η βρετανική είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, κατά πόσον θα μπορέσει η χώρα να διατηρήσει την πρόσβασή της στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά στα πρότυπα της σχέσης της Νορβηγίας με την Ε.Ε. Οπως τόνισε σε συνέντευξή της η επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, στην περίπτωση που διατηρήσει την πρόσβαση, το ΔΝΤ εκτιμά πως η βρετανική οικονομία θα είναι το 2018 μόνον κατά 1,5% μικρότερη απ’ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η απόσχισή της από την Ε.Ε. Αν όμως η πρόσβαση της Βρετανίας στην ενιαία αγορά θα υπόκειται στους δασμούς που προβλέπουν οι κανονισμοί του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, τότε ο αντίκτυπος θα είναι η μείωση του βρετανικού ΑΕΠ κατά 4,5%. Και βέβαια οι προοπτικές δεν διαγράφονται ιδιαίτερα ευοίωνες. Η Ενωση Γερμανικών Βιομηχανιών Μηχανολογίας καλεί την Ε.Ε. να μην παραχωρήσει στη Βρετανία πρόσβαση στην ενιαία αγορά, παρά μόνον έναντι βρετανικής εισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ο κλάδος που είναι καθοριστικός για τις εξαγωγές της Γερμανίας αναφέρει ότι ήδη οι γερμανικές εξαγωγές στη Βρετανία μειώθηκαν κατά 4% το πρώτο τρίμηνο του έτους, εν αναμονή του δημοψηφίσματος.

Παράλληλα η εταιρεία ερευνών για θέματα τεχνολογίας Gartner προβλέπει ότι η πτώση της στερλίνας και η αβεβαιότητα που περιβάλλει τη βρετανική οικονομία θα οδηγήσουν σε μείωση των δαπανών για την τεχνολογία. Ενώ πριν ακριβώς από το δημοψήφισμα προέβλεπε αύξηση των δαπανών κατά 1,7% στη Βρετανία, τώρα αντιστρέφει τις προβλέψεις της και προεξοφλεί μείωση από 2% έως 5%. Ο λόγος είναι ότι καταναλωτές και επιχειρήσεις θα αναβάλουν τις δαπάνες για έξυπνα κινητά, προσωπικούς υπολογιστές και τάμπλετ, καθώς θα αυξηθούν σημαντικά οι τιμές των εισαγομένων προϊόντων. Επισημαίνει ότι θα αυξηθεί το κόστος συντήρησης των νέων λογισμικών, καθώς καταβάλλεται πάντοτε ως ποσοστό επί της τιμής.

Δεν είναι όμως εξίσου απαισιόδοξες οι βρετανικές επιχειρήσεις που προσβλέπουν στην αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους μετά την υποτίμηση της στερλίνας. Η εταιρεία Rentokil, της οποίας οι πωλήσεις πραγματοποιούνται κατά 90% εκτός Βρετανίας, προβλέπει ότι τα κέρδη της φέτος θα φτάσουν στα 245 εκατ. στερλίνες, ενώ η προηγούμενη εκτίμησή της ήταν για 230 εκατ. στερλίνες. Ομοίως η Associated British Foods εκτιμά ότι τα κέρδη της θα αυξηθούν χάρη στην ευνοϊκή ισοτιμία και ανακαλεί πρόσφατη εκτίμησή της για μείωση των κερδών της. Σύμφωνα όμως με τη Sports Direct, θα έχει «σημαντικές» επιπτώσεις στα κέρδη της η πτώση της στερλίνας, ενώ εκτιμά ότι το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας μετά το δημοψήφισμα θα εξακολουθήσει να κλονίζει την εμπιστοσύνη των βρετανικών επιχειρήσεων.

Στήριξη από ΗΠΑ

Οι τέσσερις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες των ΗΠΑ, JPMorgan, Goldman Sachs, Bank of America Merrill Lynch και Morgan Stanley, καθώς και η βρετανική Standard Chartered, που επικεντρώνεται στις οικονομίες της Ασίας, δεσμεύονται να στηρίξουν τον ρόλο του Λονδίνου ως κορυφαίου διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου. Υστερα από συνάντηση που είχαν με τον Βρετανό υπουργό Οικονομικών Τζορτζ Oσμπορν, οι πέντε τράπεζες εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν, στο οποίο υπόσχονται να συνεργασθούν για αυτόν τον στόχο, καθώς καμία άλλη πόλη της Ευρώπης δεν έχει το βάθος της χρηματαγοράς που έχει το Λονδίνο. Δεν δεσμεύθηκαν, όμως, να διατηρήσουν θέσεις εργασίας στη Βρετανία. Eχει προηγηθεί πριν από το δημοψήφισμα προειδοποίηση του διευθύνοντος συμβούλου της JPMorgan Chase για το ενδεχόμενο να μεταφέρει η τράπεζα 4.000 θέσεις εργασίας εκτός Βρετανίας σε περίπτωση Brexit. Σε ό,τι αφορά τις Goldman Sachs και Morgan Stanley, έχουν μέχρι στιγμής διαψεύσει τη φημολογία ότι σκοπεύουν να μεταφέρουν το προσωπικό και τις επιχειρήσεις τους στη Φρανκφούρτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή