Ανάρπαστα τα χρηματοκιβώτια στη Γερμανία, λόγω αρνητικών επιτοκίων

Ανάρπαστα τα χρηματοκιβώτια στη Γερμανία, λόγω αρνητικών επιτοκίων

2' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Γερμανία, η οποία ως κοινωνία έχει παράδοση στην αποταμίευση, επιλέγει την ασφάλεια των χρηματοκιβωτίων και όχι των τραπεζών. Το α΄ εξάμηνο του 2016 οι πωλήσεις χρηματοκιβωτίων στη Γερμανία παρουσίασαν διψήφια αύξηση έως και κατά 25% ανάλογα με τις κατασκευάστριες εταιρείες και συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του 2015. Παράλληλα, με αυτήν την τάση, πάντως, στη Γερμανία διαμορφώνεται και μία άλλη: όσο μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων και ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται, τόσο θα ενισχύεται τα επόμενα χρόνια και η διάθεσή τους να ξοδεύουν πιο πολλά και να αποταμιεύουν λιγότερα, όπως φανερώνει μελέτη της Deutsche Bank με αφορμή το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας.

Σήμερα οι καταθέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν αποδίδουν εξαιτίας των αρνητικών επιτοκίων, οπότε όσοι αποταμιεύουν κινδυνεύουν να πληρώσουν κάποια στιγμή και κάτι σαν «φύλακτρα». Ετσι οι Γερμανοί τώρα αγοράζουν χρηματοκιβώτια για τα σπίτια τους ή τραπεζικές θυρίδες, όπως αναφέρει σε άρθρο η MarketWatch.

Φύλαξη

Το πρώτο εξάμηνο του 2016 οι αγορές χρηματοκιβωτίων είχαν μεγάλη άνοδο. Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη κατασκευάστριά τους στη Γερμανία, η Burg – Waechter, παρουσίασε αύξηση πωλήσεων 25% το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2016 εν συγκρίσει με το ίδιο διάστημα το 2015. Τα σχετικά ανέφερε ο υπεύθυνος πωλήσεων Ντίτμαρ Σακ, επικαλούμενος την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση για χρηματοκιβώτια κυρίως από ιδιώτες στη Γερμανία. Διψήφια ποσοστά αυξήσεων στις πωλήσεις εμφάνισαν και οι ανταγωνίστριες εταιρείες, Tresorbau και Hartmann Tresore. Η πολιτική αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ στόχο έχει να αναθερμάνει τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη. Εντούτοις, οι αποταμιευτές ίσως χρεωθούν για τις καταθέσεις τους, όπως συμβαίνει ήδη με ορισμένες εταιρείες και ιδιώτες που διατηρούν μεγάλες καταθέσεις σε γερμανικές τράπεζες.

Ωστόσο, το σκηνικό αυτό σταδιακά μεταβάλλεται. Οι οικονομολόγοι Χάικο Πέτερς και Ρόμπιν Βίνκλερ της Deutsche Bank σε έρευνά τους συνεπέραναν ότι έως το 2020 το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί στο σχεδόν 7% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο παραμένει υψηλό, αλλά απέχει πολύ από το φετινό 8,8% του ΑΕΠ, δηλαδή τα 275 δισ. ευρώ. Στο 8,8% του ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει το πλεόνασμα το 2016. Στη δημόσια συζήτηση σχετικά με το θέμα αυτό, το ΔΝΤ, η Ουάσιγκτον και οι λοιποί εταίροι στην Ε.Ε. ισχυρίζονται ότι το υψηλό πλεόνασμα αποδεικνύει πως οι Γερμανοί δεν δαπανούν πολλά και κυρίως αποταμιεύουν. Ο εξαγωγές των γερμανικών εταιρειών ευνοούνται από το εξασθενημένο ευρώ, αλλά εντός των συνόρων οι δημόσιες δαπάνες και οι μισθοί είναι χαμηλοί.

Οι εισαγωγές μειώνονται και πλεονάζουν οι αποταμιεύσεις.

Εντούτοις, ο πληθυσμός της Γερμανίας, ο οποίος γηράσκει με ταχείς ρυθμούς, τα επόμενα έτη θα έχει εισόδημα χαμηλότερο από ό,τι όταν εργαζόταν. Εκτιμάται πως θα έχει την τάση να ξοδέψει περισσότερο, όπως αναφέρουν οι Πέτερς και Βίνκλερ. Επιπλέον, το πλεόνασμα θα επηρεαστεί από την αγορά κατοικιών, η οποία μπαίνει σε φάση επέκτασης και με την αρωγή της ζήτησης από πλευράς μεταναστών. Οι τιμές των σπιτιών ήδη σημειώνουν άνοδο και όσο οι ιδιοκτήτες τους αισθάνονται πλουσιότεροι, τόσο πιο πρόθυμα θα κάνουν αγορές καταναλωτικών ειδών. Παράλληλα, τέλος, τα οικοδομικά υλικά θα εισάγονται στη Γερμανία, με αποτέλεσμα και η κατανάλωση και οι εισαγωγές να αυξηθούν.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή