Από κάθε άποψη, η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης. Με μια προσεκτικότερη ματιά, όμως, στην εύρωστη αγορά εργασίας και στην υψηλή κατανάλωση, ανακαλύπτει κανείς σε ένα μεγάλο βαθμό ότι η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας οφείλεται στο φτωχότερο ήμισυ των Αμερικανών.
Αυτοί εξαντλούν τις αποταμιεύσεις τους και συσσωρεύουν χρέη για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Στο 60% των χαμηλότερων εισοδημάτων στις ΗΠΑ αποδίδεται η μεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης την τελευταία διετία, ακόμη και εάν επιδεινώθηκε η οικονομική τους κατάσταση.
Είναι μια αισθητή αλλαγή των τάσεων που επικρατούσαν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, όπου η πλειονότητα των δαπανών εκτελούνταν από το 40% των υψηλότερων εισοδημάτων. Η κατάσταση των πιο αδυνάμων νοικοκυριών, από τα οποία εξαρτάται η κατανάλωση στις ΗΠΑ, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη και μπορεί να ανατραπεί με μια μικρή επιδείνωση της τρέχουσας συγκυρίας στην οικονομία.
Το κόστος δανεισμού ήδη αυξάνεται μαζί με τον πληθωρισμό ενώ αρχίζει να φθίνει η επίδραση της μείωσης των φόρων. Πλήγμα στην τσέπη αυτών των νοικοκυριών θα αποτελέσει μια περαιτέρω αύξηση των τιμών βενζίνης ή η άνοδος του κόστους βασικών προϊόντων λόγω των δασμών που επιβάλλει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις εισαγωγές της χώρας.
Μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε εν αμφιβόλω την ανάπτυξη στις ΗΠΑ, η οποία είναι η δεύτερη μακροβιότερη που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία της οικονομίας της. Η κατανάλωση αντιπροσωπεύει το 70% της ανάπτυξης στις ΗΠΑ.
Η ανεργία κυμαίνεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2000 και η προσφορά θέσεων εργασίας φθάνει σε ρεκόρ. Οπότε, σε περίπτωση οικονομικής στενότητας, οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν περισσότερες ώρες ή να αναζητήσουν μια επιπλέον θέση απασχόλησης.
Ομως υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν πως τα χαμηλότερα εισοδήματα δέχονται μεγαλύτερες πιέσεις παρά το ότι έχει αυξηθεί η συμβολή τους στην εγχώρια κατανάλωση.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, οι μέσες δαπάνες των νοικοκυριών είναι υψηλότερες από τα προ φόρων εισοδήματα για το 40% των χαμηλότερων εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της πενταετίας μέχρι τα μέσα του 2017.
Αυτό είναι το παράδοξο μιας οικονομικής ανάκαμψης. Οι πλούσιοι και οι φτωχοί αυξάνουν τις δαπάνες τους. Εντούτοις, η υποτονική αύξηση των πραγματικών μισθών αναγκάζει τα μεσαία και τα χαμηλά εισοδήματα να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους ή να δανειστούν περισσότερα για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους.
Ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) προβλέπει πως η αγορά εργασίας θα παραμείνει ισχυρή, κάτι τέτοιο δεν αντανακλάται στους μισθούς. Ο μέσος όρος των ωρομισθίων υποχώρησε μάλιστα τον Μάιο κατά ένα σεντ του δολαρίου από πέρυσι, για το 80% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου υγείας, των ταχυφαγείων (fast food) και της μεταποίησης.
Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι αυτοί «αναλαμβάνουν χρέη που τελικά δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν», δηλώνει ο Στέφεν Γκάλαντζερ, οικονομολόγος στη Société Générale. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να μειώσει κανείς τις δαπάνες του, προσθέτει ο Γκρέγκορι Ντάκο, επικεφαλής οικονομολόγος της Oxford Economics.