«Φρένο» σε κινεζικές επενδύσεις στη Δύση

«Φρένο» σε κινεζικές επενδύσεις στη Δύση

9' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μία εβδομάδα μετά τη συμφωνία με τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο Αμερικανός πρόεδρος κλιμάκωσε τον εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο. Οι νέες απειλές του για επιβολή δασμών 25% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων προκάλεσαν άμεσα την αντίδραση του Πεκίνου, που προειδοποίησε για αντίποινα και συνέστησε στις ΗΠΑ να μην προβαίνουν σε κινήσεις εκβιασμού.

Τις τελευταίες μέρες, ο εμπορικός πόλεμος έχει λάβει νέα διάσταση. Η Κίνα βρίσκεται απέναντι σ’ ένα ενιαίο μέτωπο των χωρών της Δύσης. Οταν μιλάμε για νέα διάσταση, εννοούμε το «φρένο» που θέτουν στις κινεζικές επενδύσεις χώρες όπου μέχρι πρότινος ήταν ευπρόσδεκτο το κινεζικό κεφάλαιο.

Η προοπτική ακραίας κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου προκάλεσε μίνι κραχ στα κινεζικά χρηματιστήρια και περαιτέρω υποχώρηση του κινεζικού νομίσματος, ενώ συμπαρέσυρε και τις αναδυόμενες αγορές που είναι στενά συνδεδεμένες με την Κίνα. Η ισοτιμία του γουάν, που υποχωρεί σταθερά από τον Μάρτιο, βρίσκεται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών – συγκεκριμένα, στα 6,8 γουάν ανά δολάριο. Μετά την υποχώρηση που σημείωσαν την Πέμπτη τα χρηματιστήρια Σαγκάης, Σεντζέν και Χονγκ Κονγκ, η Κίνα έχασε τη θέση της δεύτερης σε μέγεθος χρηματιστηριακής αγοράς στον κόσμο. Μεγάλη μερίδα των οικονομικών και πολιτικών αναλυτών εκτιμά ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν σκοπεύει να χαμηλώσει τους τόνους απέναντι στο Πεκίνο.

Πάντως, η τακτική του Αμερικανού προέδρου κάθε άλλο παρά βρίσκει σύμφωνο τον επιχειρηματικό κόσμο των ΗΠΑ και την πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών, που διαβλέπουν μεγάλους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία. Και αυτό γιατί αν επιβληθούν, τελικά, οι νέοι δασμοί, θα οδηγήσουν σε άνοδο τις τιμές πολύ μεγάλου φάσματος κινεζικών εισαγωγών στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Η ακρίβεια, όπως χαρακτηριστικά προειδοποίησε η Εριν Ενις, αντιπρόεδρος του Σινοαμερικανικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου, θα γίνει αισθητή στις τσέπες των Αμερικανών. Η ακρίβεια μπορεί, ωστόσο, να περιοριστεί από τη συνεχιζόμενη διολίσθηση του κινεζικού νομίσματος έναντι του δολαρίου.

Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα ότι θα ελέγχει εφεξής τους επίδοξους αγοραστές κινεζικών επιχειρήσεων, με κριτήριο την εθνική ασφάλεια της χώρας. Η Κίνα αφήνει, όμως, έτσι κι αλλιώς πολύ στενά περιθώρια στους ξένους επενδυτές. Ως εκ τούτου, πρόκειται για αντίδραση του Πεκίνου στην απόφαση των δυτικών χωρών να αναχαιτίσουν την κινεζική επέλαση στις βιομηχανίες τους και στην τεχνογνωσία τους. Τρεις μέρες νωρίτερα, το Βερολίνο είχε εμποδίσει έμμεσα την εξαγορά εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας από κινεζική, επιστρατεύοντας μια κρατική επενδυτική τράπεζα που εξαγόρασε το επίμαχο μερίδιο. Ακολούθησε μέσα στην εβδομάδα το πρώτο βέτο του Βερολίνο στην εξαγορά γερμανικής εταιρείας από κινεζική.

Αυτή τη φορά το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών είχε εξετάσει την υποψήφια εξαγορά με κριτήριο την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας της Γερμανίας. Την περασμένη εβδομάδα, η Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ ψήφισε νόμο οι περισσότερες ξένες επενδύσεις να ελέγχονται από τις Αρχές για λόγους εθνικής ασφαλείας.

Στον «αέρα» είναι νέα NAFTA και συμφωνία Γιούνκερ – Τραμπ

Τις τελευταίες ημέρες διαφαίνεται η προοπτική να κλείσει ένα μέτωπο του εμπορικού πολέμου: αυτό που άνοιξε η Ουάσιγκτον με δύο σημαντικούς εταίρους της, τον Καναδά και το Μεξικό. Διαπραγματευτές του Μεξικού δηλώνουν αισιόδοξοι ότι εντός των ημερών επίκειται συμφωνία για τη νέα NAFTA. Δηλαδή, την ανανεωμένη εκδοχή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου των χωρών Βορείου Αμερικής. Δεν συμμερίζονται, όμως, την αισιοδοξία τους πολλοί οικονομικοί αναλυτές, οι οποίοι υπενθυμίζουν ότι το ίδιο θετικό κλίμα έχει επανειλημμένως καλλιεργηθεί στις σχετικές συνομιλίες που διαρκούν εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο.

Τον Μάιο, η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο είχαν συμφωνήσει να αναστείλουν τον μεταξύ τους εμπορικό πόλεμο, καθώς ήταν σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση και ήταν κοντά στο να καταλήξουν σε συμφωνία. Τον Ιούνιο, όμως, οι συνομιλίες οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, επειδή η Κίνα δεν δέχθηκε να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων.

Το ίδιο επιχείρημα επικαλείται μερίδα αναλυτών, για να αμφισβητήσει τη βιωσιμότητα της συμφωνίας που συνήψε με τον Ντόναλντ Τραμπ ο πρόεδρος της Κομισιόν για λογαριασμό της Ε.Ε. Με αυτή τη συμφωνία η Ε.Ε. πέτυχε να αποσύρει η Ουάσιγκτον την απειλή για δασμούς στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων. Μια απειλή που θα έπληττε, κατά κύριον λόγο, τα συμφέροντα της Γερμανίας.

Ως αντάλλαγμα, η Ουάσιγκτον απέσπασε δύο δεσμεύσεις από την Ε.Ε.: ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ και τις εισαγωγές αμερικανικής σόγιας.

Αλλοι αναλυτές αμφισβητούν το κατά πόσον είναι δυνατόν να τηρήσει η Ε.Ε. αυτές τις δεσμεύσεις. Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές LNG, έσπευσαν άμεσα να προειδοποιήσουν ότι δύσκολα θα τηρήσει τη δέσμευσή της η Ε.Ε., καθώς το αμερικανικό LNG θα είναι πολύ ακριβότερο από το φυσικό αέριο που εισάγει τώρα η Ε.Ε. από τους κύριους προμηθευτές της, τη Ρωσία κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως τη Νορβηγία. Ανάμεσά τους και ο Τζέισον Μπόρντοφ, επικεφαλής του Κέντρου Παγκόσμιας Πολιτικής Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Οπως τόνισε, «η Ευρώπη θα επιλέξει τους προμηθευτές της που έχουν πιο ανταγωνιστικές τιμές». Πολλοί αναλυτές έσπευσαν, παράλληλα, να αμφισβητήσουν κατά πόσον η Ε.Ε. θα τηρήσει τη δέσμευσή της σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές αμερικανικής σόγιας. Επισήμαναν ότι στην Ε.Ε. δεν υπάρχουν ούτε επιδοτήσεις ούτε ποσοστώσεις στις εισαγωγές σόγιας, τις οποίες αποφασίζουν μόνοι τους οι αγρότες.

Μέσα στην εβδομάδα, όμως, δόθηκαν στη δημοσιότητα στοιχεία που φέρουν την Ε.Ε. να έχει τετραπλασιάσει τις εισαγωγές αμερικανικής σόγιας. Η εκπρόσωπος της Κομισιόν τόνισε, πάντως, πως η αύξηση οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στις «δυνάμεις της αγοράς», ότι δεν έχει καμία σχέση με τη συμφωνία Γιούνκερ – Τραμπ και ότι δεν έχει υπάρξει καμία συντονισμένη κίνηση από την Ε.Ε.

Θύματα της εμπορικής διένεξης οι οικονομίες των αναδυόμενων χωρών

Παράπλευρες απώλειες του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο θα είναι, αναμφίβολα, οι αναδυόμενες αγορές και ειδικότερα οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οι βιομηχανίες τους αποτελούν τμήμα της αλυσίδας προσφοράς της Κίνας. Αν κλιμακωθεί ο εμπορικός πόλεμος, θα χάσουν την πελατεία τους και πολλά δισ. δολάρια. Πολλές από αυτές καταγράφουν, όμως, ήδη απώλειες, καθώς τα νομίσματά τους και τα χρηματιστήριά τους υποχωρούν, ακολουθώντας το νόμισμα και τα χρηματιστήρια της Κίνας.

Τη χειρότερη πτώση ανάμεσά τους σημείωσε το ραντ της Νοτίου Αφρικής, που έχασε το 2% της αξίας του έναντι του δολαρίου μόνον στη συνεδρίαση της Πέμπτης. Ο δείκτης αναδυόμενων αγορών MSCI υποχώρησε και τις δύο συνεδριάσεις μετά τις νέες απειλές Τραμπ. Αναλυτές που παρακολουθούν αυτήν την κατηγορία αγορών προεξοφλούν ότι οι αναδυόμενες αγορές θα εξακολουθήσουν να πλήττονται όσο οξύνονται οι εμπορικές διενέξεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Παράλληλα, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s εκτιμά πως θα κλιμακωθεί ο εμπορικός πόλεμος μέσα στο έτος και προειδοποιεί ότι οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις εξελίξεις.

«Φρένο» σε κινεζικές επενδύσεις στη Δύση-1

Τους τελευταίους μήνες εγκαταλείπονται από το ξένο κεφάλαιο. Τα νομίσματά τους διολισθαίνουν συνεχώς, οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν πάρει την ανιούσα και τα χρηματιστήριά τους καταγράφουν απώλειες.

Το πλήγμα μπορεί να είναι καθοριστικό για τις οικονομίες αυτές, που τους τελευταίους μήνες εγκαταλείπονται από το ξένο κεφάλαιο. Τα νομίσματά τους διολισθαίνουν συνεχώς, οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν πάρει την ανιούσα και τα χρηματιστήριά τους καταγράφουν απώλειες.

Ο λόγος είναι ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες της Δύσης επιστρέφουν σταδιακά σε πιο περιοριστική νομισματική πολιτική, προσελκύοντας το επενδυτικό κεφάλαιο. Μέσα στην εβδομάδα, η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια της στερλίνας δεύτερη φορά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η αμερικανική Fed έχει επανειλημμένως αυξήσει τα επιτόκια του δολαρίου από τον Δεκέμβριο του 2015 και μετά, ενώ η ΕΚΤ διατηρεί μεν χαμηλό το κόστος του δανεισμού, αλλά οδεύει προς τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.

Την ίδια στιγμή, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή της στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και σε αυτό αποσκοπεί η περιοδεία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην περιοχή. Οι επενδύσεις, όμως, ύψους 113 εκατ. δολαρίων που υποσχέθηκε, είναι αμελητέες και δεν πρόκειται να αποζημιώσουν τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας για τις ζημίες από τον εμπορικό πόλεμο.

Οπως τονίζουν αναλυτές του Reuters, η πρωτοβουλία της Ουάσιγκτον ενδέχεται να εξοργίσει το Πεκίνο που έχει δαπανήσει πολλά δισ. δολάρια σε επενδύσεις του νέου Δρόμου του Μεταξιού. Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας έχουν, έτσι κι αλλιώς, μεγάλη εξάρτηση από την Κίνα.

Εχουν, όμως, προσδεθεί ακόμη περισσότερο στο άρμα της Κίνας από τον Ιανουάριο του 2017. Κι αυτό γιατί η πρώτη κίνηση του Αμερικανού προέδρου αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ήταν να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΤΡΡ. Στην ΤΡΡ συμμετείχαν όλες οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Στη δίνη των κυρώσεων Τραμπ η ιρανική και η τουρκική οικονομία

Δεν είναι μόνον η επιθετική εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ που προκαλεί κραδασμούς στις οικονομίες εταίρων και συμμάχων της Ουάσιγκτον. Την ίδια στιγμή κλονίζονται τα νομίσματα και οι οικονομίες του Ιράν και της Τουρκίας, υπό το βάρος των κυρώσεων που τους επέβαλε η Ουάσιγκτον για λόγους αμιγώς γεωπολιτικούς.

Το Ιράν βρίσκεται στη σκιά των οικονομικών κυρώσεων, που επανέρχονται από την Τρίτη 7 Αυγούστου. Το νόμισμά του, το ριάλ, υποχωρεί συνεχώς από τον Μάιο, οπότε απέσυρε ο Ντόναλντ Τραμπ τις ΗΠΑ από την πολυμερή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία που το εμπάργκο θα είναι και πάλι γεγονός, σημειώνει το ένα ιστορικό χαμηλό μετά το άλλο. Συνδράμει στην πτώση του η προσπάθεια των Ιρανών να προστατευθούν από τις κυρώσεις αγοράζοντας μαζικά δολάρια. Μέσα στην εβδομάδα, η ισοτιμία του ριάλ πέρασε το ψυχολογικό όριο των 100.000 ριάλ προς ένα δολάριο. Στη μαύρη αγορά ένα δολάριο αγοράζεται με 111.500 ριάλ, ενώ, σύμφωνα με ορισμένες ιστοσελίδες, έχει φθάσει ακόμη και στα 116.000 ριάλ και έχει χάσει περίπου το 50% της αξίας του από τον Απρίλιο.

«Φρένο» σε κινεζικές επενδύσεις στη Δύση-2

Η Total έσπευσε να εκμεταλλευθεί τον πακτωλό των ιρανικών υδρογονανθράκων το 2015, με την προοπτική άρσης του εμπάργκο. Τώρα, προαναγγέλλει την αποχώρησή της από το Ιράν, για να μη βρεθεί στο στόχαστρο των ΗΠΑ.

Οι πετρελαϊκοί κολοσσοί της Δύσης, όπως η γαλλική Total, είχαν σπεύσει να εκμεταλλευθούν τον πακτωλό των ιρανικών υδρογονανθράκων το 2015 μόλις διεφάνη η προοπτική άρσης του εμπάργκο. Τώρα, όμως, προαναγγέλλουν την αποχώρησή τους από τη χώρα για να μη βρεθούν στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον. Οι εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου αναμένεται έτσι να μειωθούν κατά 75% έως τα τέλη του έτους. Η Τεχεράνη στρέφεται αναγκαστικά στην Κίνα, τον υπ’ αριθμόν 1 πελάτη της ιρανικής πετρελαϊκής βιομηχανίας και πρώτη χώρα στον κόσμο σε κατανάλωση ενέργειας. Το Πεκίνο έχει αντισταθεί στις πιέσεις της Ουάσιγκτον να μειώσει τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου. Το εμπάργκο, όμως, θα πλήξει όχι μόνον τον πετρελαϊκό κλάδο αλλά και όλες τις συναλλαγές του Ιράν, εξαγωγές ή εισαγωγές χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων, γραφίτη, άνθρακα και λογισμικού.

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, η είδηση ότι η Ουάσιγκτον επέβαλε οικονομικές κυρώσεις κατά δύο υπουργών της κυβέρνησης Ερντογάν προκάλεσε περαιτέρω διολίσθηση 1,9% της τουρκικής λίρας, που συνολικά έχει υποτιμηθεί κατά 25% έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους.

Παράλληλα εξώθησε σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος δανεισμού της γειτονικής χώρας, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του τουρκικού δημοσίου να πλησιάζουν το 20%. Οι κυρώσεις της Ουάσιγκτον και οι επιπτώσεις τους δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε χειρότερη στιγμή για την τουρκική οικονομία. Πρόκειται για μια οικονομία που αναπτύσσεται με ρυθμό σαφώς υψηλότερο εκείνου της Κίνας και της Ινδίας, καθώς στο σύνολο του περασμένου έτους το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,4%. Ο δυσθεώρητος αυτός ρυθμός ανάπτυξης, όμως, προβληματίζει έντονα τους επενδυτές, διότι συνοδεύεται από μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και έναν καλπάζοντα πληθωρισμό που φθάνει πλέον στο 15,9%.

Εξαιτίας των πολιτικών πιέσεων, η κεντρική τράπεζα δεν επιβάλλει περιοριστική νομισματική πολιτική για να ανακόψει τον πληθωρισμό και την ελεύθερη πτώση του νομίσματος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή