Δεν φτάνει ο «κουμπαράς» για τις προεκλογικές υποσχέσεις

Δεν φτάνει ο «κουμπαράς» για τις προεκλογικές υποσχέσεις

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο προϋπολογισμός του 2020 πρέπει να παραγάγει υπερπλεόνασμα άνω των 2 δισ. ευρώ μόνο και μόνο για να επαναληφθούν τα μέτρα που ψηφίστηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση μέσα στις προηγούμενες εβδομάδες. Αν μάλιστα προστεθεί και ο λογαριασμός από τις προεκλογικές υποσχέσεις των δύο μεγάλων κομμάτων για το 2020, το κόστος εκτινάσσεται πάνω από τα 4 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της επόμενης χρονιάς θα πρέπει να αναρριχηθεί αρχικά ακόμη και στο 5,5%. Πρακτικά, το επόμενο οικονομικό επιτελείο θα δυσκολευθεί πολύ να πείσει τους θεσμούς, οι οποίοι πριν καν ακούσουν αυτούς τους αριθμούς, αμφισβητούν ακόμη και τη δυνατότητα επίτευξης του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος.

Η εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού θα αποτελέσει τη βάση συζήτησης με τα κλιμάκια των θεσμών μετά τις εκλογές. Προς το παρόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μεγάλο υπερπλεόνασμα για φέτος και κατεβάζει τον πήχυ στο 3,6% από 4,1%, που είναι η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης. Αρα, πιστεύει ότι δεν μπορεί καν να καλυφθεί το κόστος από τα φετινά μέτρα: τη 13η σύνταξη και τις μειώσεις του ΦΠΑ. Θέτει μάλιστα και τον πρόσθετο προβληματισμό για τη δημοσιονομική επίπτωση από τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Υπάρχει και ένας ακόμη αστάθμητος παράγοντας που θα μπει στο τραπέζι των συζητήσεων: η πορεία του ΑΕΠ. Προς το παρόν, ο στόχος του +2,3% δεν επιτυγχάνεται, καθώς το πρώτο τρίμηνο έκλεισε στο +1,3%. Αν η απόκλιση παραμείνει και το β΄ τρίμηνο, θα προβλεφθεί αρνητική επίδραση στα δημόσια έσοδα.

Στον προϋπολογισμό του 2020, η απερχόμενη κυβέρνηση έχει ήδη «φορτώσει» μέτρα με συνολικό δημοσιονομικό κόστος  3,566 δισ. ευρώ μετά και την ψήφιση της διατήρησης του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα. Αυτός ο λογαριασμός προκύπτει:

1. Από την καταβολή της λεγόμενης 13ης σύνταξης, η οποία θα προκαλέσει δημοσιονομικό κόστος 830 εκατ. ευρώ και κατά το 2020, ποσό αντίστοιχο με αυτό του 2019. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα είναι μεγαλύτερη το 2020 λόγω και των ευνοϊκών διατάξεων που ψηφίστηκαν τον Μάιο για τον υπολογισμό των συντάξεων χηρείας. Από 80 εκατ. ευρώ που είναι το εκτιμώμενο κόστος για το 2019, θα φτάσουμε τα 149 εκατ. ευρώ για το 2020 και σταδιακά τα 348 εκατ. ευρώ έως το 2023 (215 εκατ. ευρώ το 2021 και 281 εκατ. ευρώ το 2022.

2. Τις μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ, οι οποίες το 2020 θα έχουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος συγκριτικά με τη φετινή χρονιά καθώς το μέτρο θα εφαρμοστεί για ολόκληρη τη χρονιά και όχι για επτά μήνες. Υπολογίζεται ότι το 2019 το δημοσιονομικό κόστος από τις μειώσεις στον ΦΠΑ της εστίασης, των τροφίμων και της ενέργειας θα ανέλθει στα 441 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2020 ο λογαριασμός θα φτάσει τα 667 εκατ. ευρώ.

3. Τη διατήρηση του αφορολογήτου, που είχε προϋπολογιστεί να αποδώσει 1,92 δισ. ευρώ μέσα στο 2020.

Τα ευνοϊκά μέτρα

Αυτό το δημοσιονομικό κόστος των 3,566 δισ. ευρώ καλύπτεται εν μέρει από τα τρία ευνοϊκά μέτρα που καταργήθηκαν ήδη: την έκπτωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% (με μέγιστη έκπτωση στα 70 ευρώ ανά ιδιοκτήτη), τη μείωση του κεντρικού συντελεστή από το 22% στο 20% και την υιοθέτηση ευνοϊκής κλίμακας για τον υπολογισμό της εισφοράς αλληλεγγύης. Αυτά τα τρία μέτρα οδηγούν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 1,454 δισ. ευρώ μέσα στο 2020. Αρα, για τον προϋπολογισμό του 2020, η διατήρηση όλων αυτών των μέτρων συνεπάγεται ότι θα βρεθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος άνω των 2,1 δισ. ευρώ.

Το κόστος των παρεμβάσεων

Τα ήδη ψηφισμένα μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στους υπολογισμούς του 2020 ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, καθώς κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έχει μιλήσει είτε για κατάργηση της 13ης σύνταξης είτε για μείωση του αφορολογήτου. Αντίθετα, μιλούν για ακόμη περισσότερα μέτρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι θα εφαρμοστεί το πακέτο των 11 παρεμβάσεων, ένα πακέτο με κόστος 1,3 δισ. Σε αυτό, από την περασμένη εβδομάδα προστέθηκε η σταδιακή μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 20%, κάτι που σημαίνει ότι απαιτούνται περίπου 450 εκατ. αν γίνει μείωση μιας μονάδας μέσα στο 2020. Επίσης, προστίθενται και τα περίπου 600-700 εκατ. από τη θέσπιση μεσοσταθμικής μείωσης 30% στον ΕΝΦΙΑ. Αρα, ο συνολικός λογαριασμός προσεγγίζει τα 2,3 δισ. Η Ν.Δ. δεν έχει ανακοινώσει ποια από τα μέτρα που έχει εξαγγείλει προγραμματίζει να ισχύσουν άμεσα από το 2020. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε προ ημερών για την άμεση μείωση του συντελεστή των επιχειρήσεων από το 28% στο 20% (σ.σ. γι’ αυτό απαιτείται ποσό της τάξεως του 1 δισ.) αλλά και για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ με ορίζοντα υλοποίησης το 2020. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ μπορεί να κοστίσει από… τίποτα (αν το 2020 υιοθετηθεί η μεσοσταθμική μείωση του 10% η οποία ισχύει και στον προϋπολογισμό του 2019) μέχρι και 300 ή 600 εκατ. αν διαμορφωθεί στο 20% ή στο 30% αντίστοιχα. Ο υπολογισμός του δημοσιονομικού κόστους από την εξαγγελία για μείωση του βασικού συντελεστή της κλίμακας από το 22% στο 9% δεν μπορεί να υπολογιστεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή