Αύξηση δημοσίων δαπανών δεν σημαίνει κρατικοποιήσεις

Αύξηση δημοσίων δαπανών δεν σημαίνει κρατικοποιήσεις

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τα τρομοκρατικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, κατέδειξαν τις αδυναμίες των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς, η οποία είχε υποκαταστήσει βασικές λειτουργίες του κράτους, και ανέδειξαν έναν νέο διευρυμένο κοινωνικό και οικονομικό ρόλο της κρατικής μηχανής».

Φοβούμαι ότι η συγκεκριμένη άποψη η οποία έχει αρχίσει να καλλιεργείται από ορισμένους διεθνείς αλλά και ελληνικούς κύκλους, συνιστά μια κλασική παρανόηση, η οποία είναι πολύ εύκολο να επικρατήσει στα δεκτικά τμήματα της εσωστρεφούς ελληνικής κοινωνίας.

Ακούμε λοιπόν ότι η αμερικανική κυβέρνηση αποκήρυξε τις συνταγές του Φρίντμαν και της Θάτσερ και στη θέση τους υιοθέτησε αυτές του Κέινς, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η οποία είχε κυριαρχήσει κατά την δεκαετία του ’90, εν μέρει υποκαθίσταται από την ενεργό κρατική παρουσία και διαχείριση στην οικονομία.

Ομως, όταν ο καπετάνιος μεταβάλλει την πορεία του σκάφους, αυτό που αλλάζει είναι η πορεία του σκάφους. Δεν αλλάζει ο ρόλος του καπετάνιου. Και αυτό ακριβώς παρακολουθούμε σήμερα στην Αμερική. Αλλαγή οικονομικής πολιτικής και όχι αλλαγή του ρόλου του κράτους.

Μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου το κεντρικό δόγμα της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής ήταν η εφαρμογή ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών προϋπολογισμών. Η δημοσιονομική διαχείριση άφηνε μάλλον πλεονάσματα παρά ελλείμματα. Βεβαίως, η ύφεση στην οικονομία είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τις αρχές του έτους και είχε φυσικά ανησυχήσει την Κεντρική Τράπεζα. Ο Αλαν Γκρίνσπαν επέλεξε την πολιτική των αλλεπάλληλων σταδιακών μειώσεων των επιτοκίων, ώστε να τονωθεί η ζήτηση και να αυξηθεί η ρευστότητα της οικονομίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στους πρώτους οκτώ μήνες του 2001 έγιναν 7 μειώσεις επιτοκίων, το δε βασικό επιτόκιο μειώθηκε από 6,5% σε 3,5%. Αυτά από νομισματικής πλευράς.

Από δημοσιονομικής πλευράς, επελέγη το μέτρο της επιστροφής φόρων προς τους φορολογουμένους, ώστε να ενισχυθούν τα εισοδήματά τους με αναμενόμενο επακόλουθο και πάλι, τη διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλό επίπεδο.

Ετσι είχαν τα πράγματα μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου.

Το τρομοκρατικό χτύπημα ήταν βέβαιο ότι θα εβύθιζε την αμερικανική οικονομία σε πολύ μεγαλύτερη ύφεση από αυτή που αρχικά ανεμένετο. Και αυτό που έπραξε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ήταν να προσαρμόσει τον κεντρικό άξονα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Εγκατέλειψε λοιπόν την αρχή του ισοσκελισμού του προϋπολογισμού και υιοθέτησε την αρχή της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, διά της σημαντικής αυξήσεως των δημοσίων δαπανών. Η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε εν μία νυκτί να «ρίξει» στην αγορά γύρω στα 150 δισ. δολάρια, ήτοι ποσό που αντιστοιχεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Και φυσικά έπεται συνέχεια.

Και έτσι ύστερα από αρκετά χρόνια, ξαναμπήκε ξαφνικά ο Κέινς στη ζωή μας, ο οποίος και είναι ο πατέρας αυτής της οικονομικής θεωρίας, η οποία υπήρξε ο κεντρικός άξονας της οικονομικής πολιτικής πολλών ευρωπαϊκών χωρών για αρκετές δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο αυξημένος οικονομικός ρόλος του κράτους στην προκειμένη περίπτωση, έγκειται αποκλειστικά στην αύξηση των δημοσίων δαπανών. Εν ανάγκη -όπως χιουμοριστικά έχει γράψει ο Κέινς- πληρώνοντας μεροκάματα στους ανέργους να σκάβουν χαντάκια και μετά ξαναπληρώνοντάς τους να τα ξαναγεμίσουν. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η κρίσιμη παρανόηση στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή.

Αύξηση δημοσίων δαπανών δεν σημαίνει κρατικοποίηση της οικονομίας.

Αυτή, αν θέλετε, είναι η νεοελληνική βερσιόν του κεϊνσιανισμού, η οποία επικράτησε από την δεκαετία του ’70 και εξακολουθεί να μας κατατρύχει μέχρι σήμερα.

Η αμερικανική κυβέρνηση, η οποία σήμερα στηρίζει τις αεροπορικές εταιρείες -όπως άλλωστε και η ελβετική τη SWISSAIR- δεν τις κρατικοποιεί. Υιοθετεί στην ουσία μία πολιτική η οποία, πέραν των προφανών πρακτικών σκοπιμοτήτων που εξυπηρετεί, αυξάνει στην ουσία τις δημόσιες δαπάνες.

Υπάρχουν πολλά ανάλογα προηγούμενα επιλεκτικών οικονομικών παρεμβάσεων του κράτους στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία με χαρακτηριστικότερο αυτό της Κράισλερ. Η αμερικανική κυβέρνηση εν μέσω της πετρελαϊκής κρίσεως του 1979, αποφάσισε να διασώσει τον καταρρέοντα κολοσσό της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Και ενίσχυσε την εταιρεία με σημαντικά για την εποχή δάνεια ύψους 2 δισ δολαρίων.

Το 1983 η Κράισλερ είχε πλήρως εξυγιανθεί και αποπλήρωσε τα δάνεια εντόκως στην αμερικανική κυβέρνηση και μάλιστα κατά επτά έτη νωρίτερα από ό,τι προέβλεπε η δανειακή συμφωνία. Στην Ελλάδα η αντίστοιχη Κράισλερ θα είχε κρατικοποιηθεί και θα είχε ακολουθήσει την τύχη της Ολυμπιακής Αεροπορίας.

Ας παύσουμε λοιπόν να ερμηνεύουμε την σημερινή οικονομική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης ως αναβίωση του κρατισμού και αναδίπλωση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητος. Η ελληνική έχει περισσότερη ανάγκη από κάθε άλλη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης της προώθησης των χιλιοειπωμένων διαρθρωτικών αλλαγών και της αποκρατικοποίησης της οικονομίας.

Το μεγάλο ζητούμενο είναι η συρρίκνωση του επιχειρηματικού ρόλου του κράτους και η ενίσχυση του εποπτικού του ρόλου. Διότι η απουσία σοβαρής και αποτελεσματικής εποπτείας ταλανίζει την ελληνική οικονομία τόσο, όσο και η κατά κανόνα προβληματική κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή