ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί συζητήσεις, όπως αυτές που γίνονται για το ποιος πρέπει να είναι ο κυρίαρχος στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), να μοιάζουν λίγο με τις ατελείωτες δογματικές αναζητήσεις των σοφών του Μεσαίωνα. Εχουν, ωστόσο, εξαιρετική σημασία αν μεταφραστούν σε… απλά ελληνικά, δηλαδή σε πολιτική επιτοκίων και, εμμέσως, σε επιρροή της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και δολαρίου.

Ετσι, μπορεί στην Ελλάδα να μην πρόσεξαν πολλοί τις παρατηρήσεις του κ. Λουκά Παπαδήμου στο πρακτορείο Reuters, δεν συνέβη όμως το ίδιο και στα κέντρα της ευρωπαϊκής χρηματαγοράς. Η διατύπωση αφορούσε, βεβαίως, τον κεντρικό στόχο που πρέπει να υπηρετεί η ΕΚΤ. Ολοι γνωρίζουν πως ένας είναι ο στόχος, ο πληθωρισμός. Σωστό, σημείωσε, την Πέμπτη, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, αλλά δεν είναι ο μόνος.

Η διαφορά είναι λεπτή. Σύμφωνα με το καταστατικό της ευρωτράπεζας και τις προβλέψεις των συνθηκών που συγκρότησαν την ΟΝΕ, από τη στιγμή που ο στόχος σταθερότητας του επιπέδου των τιμών υπηρετείται, δηλαδή ο πληθωρισμός παραμένει ελεγχόμενος και χαμηλός, τότε οι τραπεζίτες της Φρανκφούρτης πρέπει να μεριμνούν και για τη γενικότερη οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη.

Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση που έχουμε σήμερα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ο πληθωρισμός κινείται καθοδικά. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών δείχνουν πως τον Οκτώβριο ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τιμών καταναλωτή θα βρεθεί περί το 2,4%. Πoλύ κοντά, δηλαδή, στο κρίσιμο όριο του 2%, το οποίο έχει κρίνει η ΕΚΤ ως σημείο ισορροπίας της οικονομίας χωρίς πληθωριστικές πιέσεις. Εξάλλου, οι ίδιες οι αναλύσεις που έγιναν στον Ευρωπύργο, όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ΕΚΤ, και δημοσιεύθηκαν στο τελευταίο Μηνιαίο Δελτίο της Τράπεζας, δέχονταν πως στους πρώτους μήνες του 2002 και, πάντως, ενωρίτερα, απ’ όσο πριν από λίγο καιρό, υπολογιζόταν ο πληθωρισμός θα έχει τεθεί υπό έλεγχο. Με την επιφύλαξη, βεβαίως, ότι οι ευνοϊκές συνθήκες στο μέτωπο των τιμών πετρελαίου αλλά και οι δυσμενείς εξελίξεις, που οδηγούν στην υστέρηση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, δεν θα αναστραφούν στο ίδιο αυτό διάστημα.

Ο κ. Παπαδήμος αποκάλυψε, με την παρέμβασή του, ότι οι ευρωτραπεζίτες έχουν συχνά τον τελευταίο καιρό συζητήσει, εκτός από τον πληθωρισμό, και τις άλλες μεταβλητές που επηρεάζουν την πολιτική επιτοκίων του ευρώ. Είχαν έναν, τουλάχιστον, σημαντικό λόγο. Οπως δημοσίως παραδέχθηκαν, οι αναλυτές της ΕΚΤ είχαν κάνει λάθος στην εκτίμησή τους για το μέγεθος, τη διάρκεια και, επομένως, τις επιπτώσεις που θα είχε για την Ευρώπη, η αμερικανική ύφεση. Ενώ, λοιπόν, οι ευρωτραπεζίτες λαμβάνουν υπόψη τους τις γενικότερες συνθήκες της οικονομίας, δύσκολα παραδέχονται δημοσίως πως επηρεάζονται από τα συμπεράσματα στα οποία, χωρίς δυσκολία, τόσο αυτοί όσο και εμείς όλοι, μπορούμε να καταλήξουμε. Η στάση αυτή αποτελεί μέρος του ιδιότυπου δογματισμού που επικρατεί μεταξύ όλων των κεντρικών τραπεζιτών. Ο φόβος του καταστροφικού πληθωρισμού είναι βαθιά χαραγμένος στη συνείδηση που έχουν για τα καθήκοντά τους οι ανώτατοι τραπεζίτες και στις δώδεκα χώρες του ευρώ.

Οτι ο κ. Παπαδήμος έκρινε πως μπορούσε να κάνει τις παρατηρήσεις αυτές δεν οφείλεται στη θητεία του, ως σύμβουλος της Federal Reserve, της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, κατά τα χρόνια της πανεπιστημιακής του καριέρας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ούτε στη φιλία που τον συνδέει με τον Alan Greenspan. Αυτό που βάρυνε στην κρίση του, προφανώς, συνδέεται με την διάθεσή του να ρίχνει την «ελληνική ψήφο», που διαθέτουμε στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μετά την είσοδο της δραχμής στο ευρώ, με σεβασμό στην ανεξαρτησία που πρέπει να χαρακτηρίζει την προσωπική, και όχι «εθνικώς σκόπιμη», γνώμη του για την καταλληλότερη πολιτική επιτοκίων στην Ευρωζώνη.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ΕΚΤ είναι μια «νεαρή» κεντρική τράπεζα και δεν διαθέτει τις περγαμηνές συνέπειας και αποτελεσματικότητας που έχει η Fed, μετά τη θητεία του Paul Volcker και, κυρίως, του κ. Greenspan. Ούτε έχει κληρονομήσει τις ανάλογες αρετές της γερμανικής Bundesbank, που κατόρθωσε να εμπεδώσει την ιστορική εμπιστοσύνη των Γερμανών στο μάρκο «τους».

Το βασικό πρόβλημα της ΕΚΤ, όπως ορθότατα υπογράμμισε ο κ. Παπαδήμος, είναι η κακή επικοινωνία μεταξύ της ηγεσίας της ευρωτράπεζας και των πολιτικών μελών του ευρωσυμβουλίου, δηλαδή των υπουργών Οικονομίας των δώδεκα κυβερνήσεων. Καθώς πλησιάζει η απειλή μιας, έστω και απαλής, ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία, η κατάσταση που δημιουργείται μοιάζει ακατανόητη. Οι τραπεζίτες σιωπαίνουν μειώνοντας προσεκτικά τα επιτόκια και καταδικάζουν και την παραμικρή δημοσιονομική χαλάρωση. Οι υπουργοί αρνούνται να προωθήσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές και καταφεύγουν σε σφηνοειδείς δηλώσεις για μια χαλαρότερη πολιτική επιτοκίων.

Η πολιτική πίεση «δεν βοηθάει», σημείωσε ο Ελληνας κεντρικός τραπεζίτης. Οταν μάλιστα παρόμοιες απόψεις λαμβάνουν τη μορφή απευθείας συστάσεων για τη νομισματική πολιτική, η διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ περιπλέκεται, πρόσθεσε ο ίδιος.

Αν, λοιπόν, στις αμέσως επόμενες ημέρες δεν υπάρξουν νεότερες «συγκρούσεις», τότε η συνεδρίαση που θα έχει η ΕΚΤ την προσεχή Πέμπτη 8 Νοεμβρίου, μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά ένα τέταρτο και, γιατί όχι, μισή μονάδα.

ΣΤΕΛΕΧΗ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή