Το 1929 δεν είναι τόσο μακρινό όσο φαίνεται

Το 1929 δεν είναι τόσο μακρινό όσο φαίνεται

7' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για πολλούς η παγκόσμια οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’30 είναι τόσο ξένη όσο ο Τριακονταετής Πόλεμος. Ακόμα και όταν γνωρίζουν ότι η Μεγάλη Υφεση οδήγησε σε ανεργία-ρεκόρ και καταδίκασε μια σειρά ευρωπαϊκών δημοκρατιών στην κατάρρευση: κανείς σχεδόν δεν το θυμάται προσωπικά και μόνο λίγοι φοβούνται σήμερα μια παγκόσμια οικονομική κρίση – παρά την πτώση της μεγέθυνσης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, παρά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και παρά την πτώση των χρηματιστηριακών αξιών. Αλλά ακριβώς αυτή η αμεριμνησία είναι ανησυχητική.

Η οικονομική πτώση στη Μεγάλη Υφεση ήταν σφοδρή. Ενώ στις συνήθεις υφέσεις η οικονομία δεν πέφτει σχεδόν ποτέ πάνω από 3% έως 5%, το ΑΕΠ των επτά μεγαλύτερων βιομηχανικών χωρών υποχώρησε μεταξύ 1929 και 1932 κατά 20%. Η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ και στη Γερμανία έπεσε σχεδόν στο μισό. Μεταξύ του ενός τετάρτου και ενός πέμπτου του εργατικού δυναμικού της βιομηχανίας στις δύο χώρες ήσαν τα χρόνια 1930 έως 1938 άνεργοι. Κανείς δεν είχε προβλέψει αυτήν την καταστροφή: μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, ακόμα και έμπειροι οικονομικοί παρατηρητές υπέθεταν ότι θα προέκυπτε το πολύ μια επανάληψη των υφέσεων του 1893/94 ή του 1921. Οι χρηματιστηριακές αξίες ανέκαμψαν γρήγορα, όπως συνέβη και μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Μέχρι τα τέλη του 1931 σχεδόν, οι ειδικοί μιλούσαν για μιαν άμεσα επικείμενη αναζωπύρωση της οικονομίας – παρόμοια με σήμερα. Στην πραγματικότητα όμως το αμερικανικό ΑΕΠ υποχώρησε μεταξύ 1931 και 1932 και πάλι δραστικά.

Οι λανθασμένες αποφάσεις της οικονομικής πολιτικής είναι που μετατρέπουν κανονικές υφέσεις σε καταστροφές, όπως η Μεγάλη Υφεση.

Τρεις παράγοντες

Τρεις παράγοντες στάθηκαν αποφασιστικοί για την εξέλιξη μιας κανονικής κυκλικής κάμψης στα τέλη της δεκαετίας του ’20 σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές της οικονομικής ιστορίας. Και αυτοί οι ίδιοι παράγοντες θα κρίνουν και σήμερα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ, αν η οικονομία θα ανακάμψει ή θα πέσει στον γκρεμό.

Σε πολλούς πολιτικούς της δεκαετίας του ’30 η Μεγάλη Υφεση φαινόταν ευκαιρία για την εκκαθάριση της οικονομίας από το υψηλό εργατικό κόστος και αποθέματα, από την καταναλωτική νοοτροπία και την ηθική κατάπτωση. Στη Γερμανία η κρίση αξιοποιήθηκε από τον καγκελάριο Χάινιριχ Μπρίνινγκ για να αρθούν οι πολεμικές αποζημιώσεις – ως απτή απόδειξη ότι το Ράιχ δεν μπορούσε να πληρώσει. Στις ΗΠΑ πίστευαν ότι ακόμα και ένας πανικός έχει καλές όψεις. «Θα εξαλείψει τη σήψη του συστήματος», έλεγε ο Αντριου Μέλον, υπουργός Οικονομικών του προέδρου Χούβερ, «οι άνθρωποι θα δουλεύουν σκληρότερα, θα διάγουν ηθικότερο βίο».

Σήμερα η κρίση στις ΗΠΑ αξιοποιείται από την κυβέρνηση Μπους για να επιταχυνθεί η αλλαγή του φορολογικού συστήματος προς όφελος των ανωτέρων στρωμάτων και των επιχειρήσεων. Στο «πρόγραμμα αναθέρμανσης» που έφεραν οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο προβλέπονται γύρω στα 70 δισ. δολάρια φορολογικές ελαφρύνσεις στην οικονομία και 30 δισ. μειώσεις φόρων για ιδιώτες. Αλλά οι χαμηλότεροι φόροι από μόνοι τους ελάχιστα θα αναθερμάνουν την κατανάλωση. Και οι μειώσεις φόρων στις επιχειρήσεις θα έχουν περιορισμένα αποτελέσματα όσο η χρήση του παραγωγικού δυναμικού βρίσκεται, όπως τώρα στις ΗΠΑ, γύρω στο 75%.

Η πολιτική της κυβέρνησης Μπους μας κάνει να υποθέσουμε έναν άλλον υπολογισμό: πιστεύουν ότι πραγματικά αποτελεσματικά μέτρα για την αναζωπύρωση της οικονομίας δεν χρειάζονται – χάρη στον εκλογικό κύκλο. Κατά μέσο όρο μια ύφεση στις ΗΠΑ διαρκεί έντεκα μήνες. Οταν ο Χούβερ εξελέγη το 1928, μπορούσε επομένως να υποθέσει ότι η οικονομία θα έχει ούτως ή άλλως ανακάμψει ώς τις εκλογές του 1932. Και σήμερα κανείς δεν περιμένει η ύφεση να διαρκέσει ώς τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2004. Υπάρχουν, ωστόσο, πρώτες ενδείξεις ότι αυτή η κρίση θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά από προηγούμενες: Τον Σεπτέμβριο η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε για δωδέκατη συνεχή φορά – η μακρύτερη χωρίς διακοπή υποχώρηση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αβεβαιότητα

Οι προσδοκίες έχουν κεντρική σημασία για τις οικονομικές αποφάσεις, όσο δύσκολο κι αν είναι να μετρηθούν. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να δεχθούμε ότι οι πολίτες μετά το κραχ του 1929 ένιωσαν μεγάλη ανασφάλεια και περιόρισαν κατ’ αρχάς τις αγορές τους. Μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου η ανασφάλεια είναι επίσης μεγάλη. Και εντείνεται με τις μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας στις αεροπορικές συγκοινωνίες, που εξαπλώνονται τώρα στον τουρισμό, τις αλυσίδες ξενοδοχείων και τις εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων. Ως το καλοκαίρι του 2001, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις ΗΠΑ ήταν το κλειδί για την οικονομική μεγέθυνση. Παρά την πτώση του Nasdaq και τις συρρικνούμενες επενδύσεις, η αμερικανική οικονομία μεγεθυνόταν, επειδή χάρη στην πλήρη απασχόληση και στα μεγάλα κέρδη των προηγουμένων ετών στο χρηματιστήριο και στις αγορές ακινήτων, οι Αμερικανοί εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν άνετα τις πιστωτικές τους κάρτες. Το ποσοστό της αποταμίευσης είχε πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Αυτή η αισιοδοξία φαίνεται να έχει σπάσει: το Σεπτέμβριο οι καταναλωτικές δαπάνες υποχώρησαν κατά 2,4% – κατά 1,7% περισσότερο απ’ όσο αναμενόταν. Ο δείκτης Consumer Comfort Index του τηλεοπτικού σταθμού ABC, που παρακολουθεί τη συνολική κατάσταση της οικονομίας, έπεσε στα μέσα Οκτωβρίου στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου δωδεκαμήνου. Απειλείται μια αυτοενισχυόμενη πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, της απασχόλησης, των τιμών των μετοχών και της αγοράς ακινήτων. Και ο δείκτης των αιτήσεων για νέες υποθήκες, που δείχνει νωρίς την τάση στη συνολική αγορά ακινήτων, δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Απο τον Ιούνιο έχει πέσει κατά 18%, με επιτάχυνση από τις 11 Σεπτεμβρίου.

Περιορισμοί

Κατά τη Μεγάλη Υφεση, παρά τα μικρά ονομαστικά επιτόκια, τα πραγματικά επιτόκια ήσαν υψηλά επειδή έπεφταν οι τιμές. Αντί να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού και να ανακόψουν τον αποπληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούσαν να διασώσουν το σύστημα των σταθερών ισοτιμιών. Εν μέρει λόγω του φόβου ενός υπερπληθωρισμού, όπως τον έζησε η Ευρώπη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική ποσότητας του χρήματος και επιτοκίων διατηρήθηκε για πολύ υπερβολικά περιοριστική.

Και σήμερα η νομισματική πολιτική είναι πιο περιοριστική απ’ όσο ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ μείωσε φέτος εννέα φορές τα επιτόκια – στο 2,5%, το χαμηλότερο επίπεδο αφ’ ότου ήταν πρόεδρος ο Κένεντι. Εως τώρα αυτό δεν οδήγησε σε αναθέρμανση της οικονομίας. Ενόσω έπεφταν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια παρέμεναν σχετικά υψηλά. Μεγάλος είναι ο φόβος ότι λόγω των φορολογικών μειώσεων τα πλεονάσματα του αμερικανικού προϋπολογισμού θα μπορούσαν γρήγορα να γίνουν ευδιάκριτα ελλείμματα. Τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων έχουν μείνει σχεδόν ανεπηρέαστα από τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής.

Η επενδυτική τράπεζα GoldmaSachs καταρτίζει έναν Financial Conditions Index, που απεικονίζει ένα σταθμισμένο μέσο όρο βραχυπροθέσμων και μακροπροθέσμων επιτοκίων, των τιμών των μετοχών και της ισοτιμίας του δολαρίου. Ο δείκτης αυτός δεν εμφανίζει σχεδόν καμία χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης από τις αρχές του έτους, παρ’ όλες τις μειώσεις επιτοκίων.

Το δίλημμα της Fed είναι η θεμελιώδης μεταβολή της χρηματοδοτικής διάρθρωσης της αμερικανικής οικονομίας. Οι τραπεζικές πιστώσεις ως πηγή της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων γίνονται διαρκώς πιο ασήμαντες, αντίθετα το μερίδιο της χρηματοδότησης με μετοχές και ομόλογα έχει αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Αλλά τις συνθήκες στις αγορές μετοχών και ομολόγων μπορεί το πολύ έμμεσα να τις επηρεάσει μια κεντρική τράπεζα.

Παρά την τάση για περισσότερα ομολογιακά δάνεια των επιχειρήσεων και για χρηματοδότηση μέσω της αγοράς μετοχών, στην Ευρώπη η νομισματική πολιτική μπορεί να επιδράσει πιο άμεσα. Τα τραπεζικά δάνεια εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο. Τα ονομαστικά επιτόκια μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα υψηλά, αλλά ο πραγματικός κίνδυνος έγκειται στο ενδεχόμενο να μετατραπούν σε υψηλά πραγματικά επιτόκια, αν στο πλαίσιο μιας μεγάλης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας προκύψουν σοβαρές αποπληθωριστικές τάσεις. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη θα μπορούσε να πέσει κάτω από το μηδέν. Αλλά μια ισχυρή πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, ακολουθούμενη από μια κατάρρευση των πωλήσεων, θα μπορούσε να οδηγήσει τις εταιρείες να αρχίσουν να μειώνουν τις τιμές τους.

Η Ιαπωνία έχει παγιδευθεί ακριβώς σε μια τέτοια κατάσταση. Μολονότι τα ονομαστικά επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν, τα δάνεια είναι, λόγω του μειουμένου επιπέδου των τιμών, κάθε άλλο παρά φθηνά – και η ύφεση παρατείνεται μία δεκαετία τώρα. Η επιτυχής πολιτική καταπολέμησης του πληθωρισμού στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ μετά τη δεκαετία του ’70 θα μπορούσε έτσι να μετατραπεί σε κίνδυνο για τη νομισματική πολιτική σε εποχές κρίσεων: όσο χαμηλότερος είναι ο μέσος πληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να γίνει αποπληθωρισμός, αν υποχωρήσει αιφνίδια η ζήτηση.

Φυσικά, σε σύγκριση με την κατάσταση του 1929 υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Η διάθεση των εθνικών κυβερνήσεων να συνεργασθούν είναι σήμερα σαφώς μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο μεσοπόλεμο λόγω των αποζημιώσεων. Το μερίδιο της παραγωγικής βιοτεχνίας έχει υποχωρήσει διεθνώς και τα αποθέματα των επιχειρήσεων παίζουν μικρότερο ρόλο.

Αλλά ανεξάρτητα από το αν θα φτάσουμε σε μια οικονομική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων μέχρι και μια μεγάλη ύφεση, η εξέλιξη των τελευταίων μηνών θέτει σημαντικά ερωτήματα για την οικονομική πολιτική: οδηγεί η αλλαγή στις δομές χρηματοδότησης τις κεντρικές τράπεζες να χάνουν σημαντικά περιθώρια δράσης; Πρέπει οι στόχοι για τον πληθωρισμό να επιλέγονται έτσι, ώστε και σε εποχές κρίσης ο ρυθμός αύξησης των τιμών να μην πέφτει κάτω από το μηδέν; Απομένει για την παρέμβαση στον οικονομικό κύκλο μόνον ο δρόμος των δημοσίων δαπανών – όπως υποστηρίχθηκε από τον Κέινς σε αντίδραση στην παγκόσμια οικονομική κρίση;Πειστικές απαντήσεις δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα κανείς.

– Η δυσπιστία σας έναντι των πολιτικών είναι μεγάλη, δεν δυσπιστείτε καθόλου απέναντι στις εταιρείες;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή