Η πρόκληση του Κοϊζούμι

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ο Γιουνιτσίρο Κοϊζούμι έγινε πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, η αγορά πανηγύρισε. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι ο κ. Κοϊζούμι δεν θα βγάλει την Ιαπωνία από τα δεκαετή οικονομικά δεινά της. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η αντίδραση της «παλαιάς φρουράς» της χώρας όσο οι ίδιες οι πολιτικές, που είναι ανεπαρκείς για να επιλύσουν τα προβλήματα της Ιαπωνίας.

Η χώρα υποφέρει από έλλειψη ζήτησης και όχι προσφοράς. Οι μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της προσφοράς, συμπεριλαμβανομένων της απορρύθμισης και των ιδιωτικοποιήσεων, είναι απολύτως αναγκαίες για τη βελτίωση της αύξησης της παραγωγικότητας. Ομως, δεν προκαλούν αύξηση της χρήσης του υπάρχοντος παραγωγικού δυναμικού της Ιαπωνίας. Η δημοσιονομική ενοποίηση θα επιδεινώσει την κατάσταση. Οι δημόσιες δαπάνες, όσο αναποτελεσματικές και αν είναι, προφύλαξαν την Ιαπωνία από τη «βύθιση» στην κατεξοχήν ύφεση. Η εμμονή στο υπεσχεθέν «πλαφόν» των 30.000 δισ. γιεν για το χρέος του ερχόμενου οικονομικού έτους υπό το φως μιας συγχρονισμένης παγκόσμιας ύφεσης θα ήταν παράλογη. Ευτυχώς, κανείς δεν περιμένει κάτι τέτοιο από τον κ. Κοϊζούμι.

Η εκκαθάριση του τραπεζικού κλάδου της Ιαπωνίας είναι πολύ πιο επείγουσα. Οι αδύναμες τράπεζες περιορίζουν τη ροή πιστώσεων προς τους οφειλέτες και μειώνουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, ακόμα κι εδώ, η έμφαση της κυβέρνησης έχει λάθος βάσεις. Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για μη ικανοποιούμενη ζήτηση χρημάτων από αξιόπιστους οφειλέτες – σ’ αυτήν την περίπτωση τα επιτόκια δανεισμού σαφώς θα αυξάνονταν. Το πρόβλημα της Ιαπωνίας είναι ότι ολόκληρος ο εταιρικός κλάδος παραμένει με αρνητικά ίδια κεφάλαια την τελευταία δεκαετία, αφότου έσκασε η «φούσκα» των περιουσιακών στοιχείων. Οι εταιρείες εξυπηρετούν τα χρέη τους και δεν επενδύουν. Κι αυτό αποδυναμώνει την οικονομία, υποτιμώντας περισσότερο τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Σ’ έναν φυσιολογικό πιστωτικό κύκλο, οι εταιρείες σταδιακά μειώνουν το χρέος τους σε λογικά επίπεδα και στη συνέχεια ξαναρχίζουν να επενδύουν. Οταν, όμως, μειώνονται οι τιμές, όπως συμβαίνει στην Ιαπωνία, η πραγματική αξία του χρέους ανεβαίνει και οι εταιρείες οφείλουν να καταβάλλουν προσπάθειες για να μην καταρρεύσουν.

Η Ιαπωνία χρειάζεται αναδιάρθρωση του χρέους στηριζόμενη από δημόσιο χρήμα (κάτι που μπορεί να σημαίνει προσωρινή εθνικοποίηση πολλών τραπεζών). Αντίθετα, η κυβέρνηση επιμένει στη φαντασίωση ότι οι τράπεζες μπορούν μόνες τους να συγκεντρώσουν αρκετό χρήμα. Τα κατά συρροήν «παραπτώματα» στους κλάδους κατασκευών, λιανικής και χρηματοοικονομικής θα πρέπει να σταματήσουν και κατόπιν να πωληθεί το ενεργητικό τους. Ωστόσο, αλλού, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις σχέσεις χρέους/ιδίων κεφαλαίων σε συνδυασμό με την παραγραφή μέρους των χρεών.

Ακόμα και τότε, η Ιαπωνία θα πρέπει να πατάξει τον αντιπληθωρισμό. Ελάχιστη ζήτηση πιστώσεων υπάρχει γιατί τα πραγματικά επιτόκια είναι υπερβολικά υψηλά – της τάξης του 2%. Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας μπορεί να παράγει πληθωρισμό με ανορθόδοξους τρόπους, αν είναι έτοιμη να προχωρήσει πολύ. Ενας πληθωριστικός στόχος από μόνος του δεν είναι αξιόπιστος. Αυτό που χρειάζεται είναι ευρείας κλίμακας επαναγορές κρατικού χρέους, ακολουθούμενες αν υπάρξει ανάγκη από εταιρικά ομόλογα, μετοχές, ξένο ενεργητικό και γη. Η νομισματική αρχή του Χονγκ Κονγκ (παρ’ ότι σε πολύ διαφορετικές συνθήκες) αγόρασε αξιόγραφα χωρίς να προκαλέσει τρομερές δυσλειτουργίες στην οικονομία.

Από τη στιγμή που θα επιστρέψουν η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός, η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει με τις προσπάθειες τόνωσης της προσφοράς. Ωστόσο, απουσία μιας στροφής 180 μοιρών από τον κ. Κοϊζούμι σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες, αλλά και της κεντρικής τράπεζας σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική, οι ξένοι επενδυτές θα πρέπει να παρατηρούν με επιφυλακτικότητα την Ιαπωνία. Πόσω μάλλον εφόσον οποιαδήποτε λύση στα δεινά της χώρας, προφανώς, θα αφορά υποτίμηση του γιεν.

Εnron

Το έργο των υπηρεσιών αξιολόγησης είναι λογικό όταν βαθμολογούν τον πιστοληπτικό κίνδυνο σε εποχές σταθερότητας. Στη διάρκεια μιας κρίσης, όμως, το ιστορικό τους καθίσταται λιγότερο αξιόπιστο. Σε γενικές γραμμές, οι υποβαθμίσεις έχουν την τάση να αποτελούν ένδειξη που καθυστερεί να βγει στο φως.

Στην περίπτωση της Enron, η S&Ρ μάλλον απεκδύθηκε οποιαδήποτε υπευθυνότητα. Η Moody’s, αντί να μείνει μέρος του ακροατηρίου, βρέθηκε επί σκηνής. Η αγορά δεν εμφανίστηκε να αντιμετωπίζει την Enron ως χαμηλού κινδύνου (investment grade) επένδυση και οι συνεργάτες της άρχισαν να αποσύρονται. Ωστόσο, η Moody’s επέλεξε να αποκαλύψει την αλήθεια για τα «ρούχα του βασιλιά», διατηρώντας την Enron στο καθεστώς χαμηλού κινδύνου.

Ενα «κλικ» πιο κάτω και το αυτόματο αποτέλεσμα θα ήταν να χρεοκοπήσει η Enron και να εμποδισθεί η σωτηρία της Dynegy. Η Enron χρειαζόταν αυτήν τη βαθμολογία για να συνεχίσει να λειτουργεί. Ακόμα και χωρίς το ρευστό της Chevron Texaco, η Dynegy δεν είναι αρκετή για να αναλάβει τα 13 δισ. δολάρια του χρέους υψηλού κινδύνου (για να μην αναφέρουμε τον εκτός ισολογισμού κίνδυνο).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή