Επί μία και πλέον δεκαετία, από τότε που δρομολογήθηκε η είσοδος του Στιγμιαίου Κρατικού Λαχείου (ή Ξυστό) στον εγχώριο λαϊκό τζόγο, μονίμως μαζί με το ξύσιμο του Ξυστό ξύνονται… και πληγές. Αυτό συμβαίνει από την πρώτη ανάθεση του 1992 και τις πληγές της πρώτης πενταετούς σύμβασης που συνήψε το Δημόσιο με την Κοινοπραξία Intralot – Scientific Games – ΑΤΡΟΠΟΣ (υφυπουργός Π. Δούκας), συνεχίζεται με τη δεύτερη σύμβαση (επέκταση της πρώτης) που επικύρωσε ο τότε υφυπουργός Οικονομικών Γ. Δρυς, υπέρ της ίδιας κοινοπραξίας και φθάνει ώς τις ημέρες μας.
Με την ακύρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας που προκηρύχθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας (3/2/2003) αποδέχθηκε ότι ήταν βάσιμες οι καταγγελίες ενδιαφερομένων περί φωτογραφικών όρων της διακήρυξης. Ακολούθησε νέος διαγωνισμός και μόνον ένας ενδιαφερόμενος (ο γνωστός από τα παλιά) κατέθεσε στις 3/7/2003 την προσφορά του. Το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, υπό την αιγίδα του οποίου διεξάγεται ο εν λόγω διαγωνισμός, για προφανείς λόγους (εκσυγχρονιστικής) διαφάνειας ανακοίνωσε αρχικά και στη συνέχεια δρομολόγησε διαδικασία για την «πρόσληψη πιστωτικού ιδρύματος για την αξιολόγηση των προσφορών του Ξυστό».
Οσοι -επαΐοντες- πληροφορήθηκαν το περί τράπεζας – συμβούλου για το Ξυστό μειδίασαν, γνωρίζοντας προφανώς καλά ότι τα χρηματοοικονομικά δεδομένα είναι απολύτως καθαρά, καθώς προσδιορίζονται με σαφήνεια από τις απαιτήσεις του Δημοσίου, το οποίο π.χ. απαιτεί ως ελάχιστο τίμημα. Την προείσπραξη 300 εκατ. ευρώ για την παραχώρηση 5ετούς σύμβασης. Αυτό ή το δίνει ή δεν το δίνει ο «μνηστήρας». Επιπροσθέτως, σαφέστατες είναι και απαιτήσεις του Δημοσίου για το ύψος τον κάθε λογής εγγυητικών. Επομένως, αυτό που απαιτούνταν ήταν τεχνικός σύμβουλος για να ελέγξει προδιαγραφές, όρους, κριτήρια αξιολόγησης και μεθόδους αξιόπιστης παρακολούθησης της διακίνησης του Ξυστό. Ομως, το υπουργείο ήθελε πιστωτικό ίδρυμα. Ετσι και έγινε σχετικός διαγωνισμός, για να ξύσει και αυτός πληγές, για να αναδείξει λαθροχειρίες διά των οποίων οι πρώτοι έσονται έσχατοι και οι δεύτεροι προτιμητέοι.
Και εξηγούμεθα: σύμφωνα με όσα στοιχεία διαθέτουμε:
– Στις 30/5/2003 το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών (Γενική Διεύθυνση Φορολογίας – Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων) προκήρυξε ανοιχτό διαγωνισμό για την εξεύρεση του συμβούλου για το Ξυστό, με κριτήριο κατακύρωσης τη συμφερότερη προσφορά.
– Υπεβλήθησαν 4 προσφορές από τους εξής: Τράπεζα Πειραιώς, MarfiBank, Εθνική Τράπεα και Τράπεζα Επενδύσεων.
– Με πρακτικό της η Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού που φέρει ημερομηνία 16/7/2003 ως μειοδότης προτείνεται η MarfiBank με 126,28 βαθμούς (με την υψηλότερη τεχνική βαθμολογία και τη χαμηλότερη οικονομική προσφορά). Ακολουθούν: ETE με 97,37 βαθμούς, Τράπεζα Πειραιώς με 97,06 και Τράπεζα Επενδύσεων με 86,25.
Ομως το θαύμα έγινε λίγες ημέρες αργότερα.
Στις 21/7/2003 η Επιτροπή Διοίκησης Κρατικών Λαχείων (ΕΔΚΛ), κατά την έκτακτη συνεδρίαση κατακύρωσε (κατά πλειοψηφία) το έργο του συμβούλου για το Ξυστό στην Εθνική (δεύτερο μειοδότη) και όχι στην πρώτη, τη MarfiBank. Μάλιστα, τα επιχειρήματα αυτής της ανατροπής αναζητήθηκαν και βρέθηκαν μετά τη σύγκριση των οικονομικών δεδομένων (ενεργητικά καθαρά κέρδη κ.ά.) των δύο τραπεζών (Εθνικής – Marfin). Ετσι «υπερίσχυσε» η πρώτη, όμως δύο μειοψηφούντα μέλη της Επιτροπής εμμένουν ότι μειοδότης είναι η Marfin, βάσει των όρων του διαγωνισμού και βάσει των προσφορών που βαθμολογήθηκαν και όχι η Εθνική υπέρ της οποίας ετάχθη η πλειοψηφία, η οποία προσμέτρησε ακόμα και το δίκτυο υποκαταστημάτων της τράπεζας, αλλά και τη δύναμη του προσωπικού της. Αραγε πρόκειται περί απλής εύνοιας της Εθνικής ή περί επιλογής «ελεγχόμενου» συμβούλου που θα ευλογήσει τον διαγωνισμό με έναν μόνο διαγωνιζόμενο και θα «γνωμοδοτήσει» περί του επωφελούς (για το Δημόσιο) της προσφοράς του; Οψόμεθα.