Το Δημόσιο, οι κανόνες της αγοράς και η φορολογική ενημερότητα του ΟΛΠ

Το Δημόσιο, οι κανόνες της αγοράς και η φορολογική ενημερότητα του ΟΛΠ

6' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι θα συνέβαινε εάν ένας απλός πολίτης εμφανιζόταν σε μία τράπεζα για να ζητήσει τη χορήγηση ενός δανείου των λίγων χιλιάδων ευρώ χωρίς να έχει στη διάθεσή του φορολογική ενημερότητα; Απλώς, ο υπάλληλος της τράπεζας με πολύ ευγενικό τρόπο θα έδειχνε στον ενδιαφερόμενο την έξοδο. Το ίδιο δεν θα συνέβαινε άλλωστε και με οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη ανώνυμη εταιρεία -ανεξαρτήτως του βασικού αντικειμένου δραστηριότητάς της ή της μετοχικής σύνθεσής της- θα ήθελε να διεκδικήσει την είσοδό της στη Σοφοκλέους, αλλά για πολλούς και διαφορετικούς λόγους δεν θα είχε καταφέρει να προσκομίσει στις χρηματιστηριακές αρχές το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας;

Δυστυχώς αυτό που είναι προφανές και αποδεκτό από όλους δεν ισχύει για το Δημόσιο και κυρίως για τις εταιρείες όπου το Δημόσιο έχει επενδεδυμένα συμφέροντα. Το Δημόσιο, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση της εισαγωγής των μετοχών του «Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς» (ΟΛΠ) στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μπορεί με πολλή άνεση να παραβιάζει νόμους και κανόνες γενικής ισχύος δίχως άλλες συνέπειες.

Χωρίς φορολογική ενημερότητα

Και όμως, αυτό συμβαίνει!!! Ο ελεγχόμενος από το Δημόσιο «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» είναι πανέτοιμος να δρασκελίσει το κατώφλι της Σοφοκλέους δίχως να κατέχει το απαραίτητο αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας. Οπως αναφέρεται στο Ενημερωτικό  Δελτίο της σχετικής έκδοσης (και πιο συγκεκριμένα στην ενότητα «Σημαντικές Σημειώσεις – Επενδυτικοί Κίνδυνοι», σελίδα 19) «η ΟΛΠ Α.Ε. δεν έθεσε υπόψη του νομικού ελέγχου αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, γεγονός το οποίο καταγράφηκε στη σχετική έκθεση».

Το ένα και βασικό στοιχείο της παραβίασης των κανόνων που το ίδιο το Δημόσιο έχει θεσπίσει είναι ότι μια ελεγχόμενη από το Δημόσιο εταιρεία απολαμβάνει -εκ των πραγμάτων- μια απολύτως προνομιακή και διακριτική μεταχείριση. Μπορεί στο κάτω κάτω της γραφής η αδυναμία έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας να αποτελεί μια λεπτομέρεια που δεν επηρεάζει τη συνολική εικόνα των οικονομικών δυνατοτήτων και προοπτικών του «Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς», αλλά τέτοιου είδους λεπτομέρειες, ειδικά όταν αφορούν τη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς και τις συμπεριφορές βασικών μετόχων, έχουν ιδιαίτερη σημασία και αξία.

Αλλά, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει και ο λόγος για τον οποίο ο ΟΛΠ δεν μπορεί -προς το παρόν τουλάχιστον-  να εκδώσει το σχετικό αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας. Οπως αναφέρεται στο Ενημερωτικό Δελτίο της σχετικής έκδοσης, «το ζήτημα της μη έκδοσης αποδεικτικού σχετίζεται με οφειλές της ΟΛΠ Α.Ε. προς παραλιμένιους δήμους (Περάματος και Δραπετσώνας) αναφορικά με δημοτικά τέλη, οι οποίες επηρεάζουν, καθ’ όσο χρόνο παραμένουν ανεξόφλητες, τη δυνατότητα εκδόσεως του σχετικού αποδεικτικού».

Προνόμια του παρελθόντος

Το πώς έχουν δημιουργηθεί αυτές οι οφειλές και πολύ περισσότερο αν ο ΟΛΠ έχει ή δεν έχει την υποχρέωση να καταβάλει αυτά τα ποσά στους δήμους είναι μία άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία, που σχετίζεται με ένα πλέγμα προνομίων, απαλλαγών και ατελειών που απολάμβανε ο οργανισμός ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Αλλά, ο ΟΛΠ από το 1999 έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία και επί μία διετία τουλάχιστον διεκδικεί την είσοδό του στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Παρ’ όλα αυτά κανείς εκ των αρμοδίων δεν φρόντισε για την έγκαιρη και ομαλή μετάβαση και προσαρμογή του ΟΛΠ στο νέο καθεστώς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς επίσης και για την εμφάνιση του ΟΛΠ με καθαρό πρόσωπο (δίχως ουρές από το παρελθόν του) στο επενδυτικό κοινό.   

Η κύρια ευθύνη για το γεγονός αυτό βαραίνει χωρίς άλλο το Δημόσιο και τους εκπροσώπους του. Ταυτόχρονα, δε, αναδεικνύει το μέγιστο πρόβλημα της συμπεριφοράς του Δημοσίου ως βασικού μετόχου και θεσμικού επενδυτή. Αντί να δίνει πρώτο εκείνο το παράδειγμα σε όλη την αγορά συνεχίζει -ανεξήγητα τις περισσότερες φορές- να έχει τη συμπεριφορά που επιδεικνύουν μεγαλομέτοχοι περιφερειακών «χαρτιών» της Σοφοκλέους.

Οι εισαγωγές εταιρειών του Δημοσίου που δεν είναι ώριμες να ανταποκριθούν πλήρως στις απαιτήσεις και τις επιταγές του θεσμικού πλαισίου -μια συστηματική ανάγνωση της ενότητας «Σημαντικές Σημειώσεις – Επενδυτικοί Κίνδυνοι» του Ενημερωτικού Δελτίου της έκδοσης του ΟΛΠ φθάνει και περισσεύει… – δεν βοηθούν την ίδια την αγορά ως προς την εμπέδωση και την ενίσχυση των ποιοτικών κριτηρίων στη λειτουργία της και πολύ περισσότερο δεν συμβάλλουν στη συγκρότηση σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στο Δημόσιο και το ευρύ επενδυτικό κοινό, το οποίο είναι σε κάθε περίπτωση ο πρώτος και βασικός αποδέκτης.

Σοσιαλισμός της αγοράς

 Καλός ο «σοσιαλισμός της αγοράς»  –  ο σημερινός υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Νίκος Χριστοδουλάκης υπήρξε και συνεχίζει να είναι από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές μιας πολιτικής που υποστηρίζει ότι «στις μετοχοποιήσεις πρέπει να διευκολύνεται η διανομή μεγάλου αριθμού μετοχών σε μικροεπενδυτές, έτσι ώστε να δημιουργείται  μια εκτεταμένη λαϊκή βάση επιχειρηματικής ιδιοκτησίας, που εξασφαλίζει την ευρεία διανομή του μερίσματος της οικονομικής ανάπτυξης σε πολλά κοινωνικά στρώματα»  – αλλά όταν απουσιάζουν από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής τα «ποιοτικά κριτήρια» (ωριμότητα έκδοσης, συμπεριφορές βασικού μετόχου, αποσαφήνιση σχέσεων ανάμεσα στην εταιρεία δημοσίου συμφέροντος και το Δημόσιο, ρεαλιστικές αποτιμήσεις, προοπτικές αξιοπρεπούς μερισματικής απόδοσης), τότε η μεγάλη ιδέα πάει περίπατο…

Και όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον αγοράς όπου το Δημόσιο -πότε με τον έναν, πότε με τον άλλο μανδύα- εξακολουθεί να αποτελεί τον κραταιό ρυθμιστή των εξελίξεων. Σήμερα, το Δημόσιο (άμεσα ή έμμεσα) συμμετέχει και επηρεάζει τις τύχες 9 από τις 20 συνολικά εταιρείες που οι μετοχές τους συγκροτούν τον δείκτη της μεγάλης κεφαλαιοποίησης (FTSE-ASE 20 Index), ενώ η συμμετοχή του στον γενικό δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών ως ποσοστό επί της κεφαλαιοποίησης των εταιρειών του είναι κοντά στο 50%. Γεγονός που σημαίνει ότι σε οποιοδήποτε σκίρτημα προς τα πάνω της αγοράς, το Δημόσιο ως μεγαλομέτοχος θα είναι (και είναι εκ του αποτελέσματος τους πρώτους επτά μήνες του 2003)  ο πρώτος κερδισμένος. Μια ματιά στις αποδόσεις των μετοχών του «20αρη» δείκτη στις οποίες άμεσα ή έμμεσα συμμετέχει το Δημόσιο αρκεί…

«Σάρωση» κεφαλαίων

Αλλά, το Δημόσιο ως μεγαλομέτοχος δεν περιμένει να ζήσει από τις αποδόσεις των ήδη εισηγμένων εταιρειών του. Εξακολουθεί να στηρίζει μεγάλο μέρος της πολιτικής του για τον προϋπολογισμό στις εισαγωγές και νέων εταιρειών από το ακένωτο χαρτοφυλάκιό του, ανεξαρτήτως της ωριμότητας αυτών των εταιρειών να συνδέσουν τις τύχες τους με τη Σοφοκλέους. Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι πάνω από το 50% των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από τις δημόσιες εγγραφές στη Σοφοκλέους τα τελευταία επτά χρόνια αφορούσε εκδόσεις εταιρειών που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ανήκαν στο χαρτοφυλάκιο συμμετοχών του Δημοσίου. Από τη μια πλευρά, το Δημόσιο «σάρωσε» και θα εξακολουθήσει και στο άμεσο μέλλον να «σαρώνει» τα διαθέσιμα κεφάλαια της αγοράς και, από την άλλη, εξακολουθεί να παραμένει  ο κραταιός ρυθμιστής των εξελίξεων της αγοράς. Αλλοτε  με τον μανδύα του επόπτη και άλλοτε με τον μανδύα του θεσμικού επενδυτή, επιβάλλοντας κανόνες παιχνιδιού που δεν ισχύουν ποτέ για τις εταιρείες συμφερόντων του (ποιος δεν θυμάται τις  διαδικασίες εξπρές για την εισαγωγή των μετοχών των «μικρών» δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών το 2001 που εξακολουθούν να επιβιώνουν και σήμερα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ΟΛΠ) και εκδηλώνοντας συμπεριφορές (όπως για παράδειγμα η επενδυτική και χρηματιστηριακή συμπεριφορά της ΔΕΚΑ Α.Ε.) που σε περιπτώσεις ιδιωτών μεγαλομετόχων θα επέσυραν κολοσσιαία χρηματικά πρόστιμα και εισαγγελικές παρεμβάσεις.

Απογοητευτικός απολογισμός

Ο «σοσιαλισμός της αγοράς» του κ. Χριστοδουλάκη – σύμφωνα με όσα έχει γράψει και υποστηρίξει από το 1998 ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών-  συμπυκνώνεται και βρίσκει τη χαρακτηριστική του έκφραση μέσω ενός τρίπτυχου ενεργειών και δράσεων που περιλαμβάνει: α) τον έλεγχο και ρύθμιση των αγορών, β) τη διευρυμένη μετοχική, λαϊκή ιδιοκτησία των δημοσίων επιχειρήσεων, και γ) τις αποκρατικοποιήσεις και στρατηγικές συμμαχίες των δημοσίων επιχειρήσεων με διεθνείς επιχειρήσεις.

Αν με «ψυχρό μάτι» προχωρήσει κανείς στον απολογισμό αυτής της πολιτικής,  τα συμπεράσματα δεν θα μπορούσαν να δικαιώσουν τους εμπνευστές και ένθερμους θιασώτες της. Από τις ενέργειες και δράσεις του  «τριπτύχου» ελάχιστες πραγματοποιήθηκαν και όσες βρήκαν τον δρόμο της εφαρμογής του δεν απέδωσαν κατ’ ουσίαν τα αναμενόμενα οφέλη. Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες για «αποκρατικοποιήσεις» και «στρατηγικές συμμαχίες», που ήταν και εξακολουθούν να είναι δύο καθοριστικές επιλογές που θα μπορούσαν να αλλάξουν άρδην το σκηνικό των αγορών και θα αποκαθιστούσαν τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ Δημοσίου και επενδυτικού κοινού, πρακτικά βήματα δεν έγιναν. Και οι όποιες εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ακόμη, όμως, και σε αυτές τις εξαιρέσεις η κατεστημένη αντίληψη διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων οδήγησε και οδηγεί και σήμερα σωστές κατά βάση επιχειρηματικές αποφάσεις και επιλογές σε αδιέξοδο…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή