Διεύρυνση κατά 24,5% στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου

Διεύρυνση κατά 24,5% στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σημαντική διεύρυνση κατά 24,5% παρουσίασε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο πρώτο οκτάμηνο του έτους σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ).

Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε σε 15.131,2 εκατ. ευρώ (16.692,2 εκατ. δολάρια) στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2003 έναντι 12.157,3 εκατ. ευρώ (11.095,3 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2002. Η διεύρυνση του ελλείμματος περιορίζεται κάπως στο 22,3%, αλλά παραμένει ιδιαίτερα μεγάλη, όταν εξαιρεθούν από το εμπορικό ισοζύγιο τα πετρελαιοειδή.

Στο εμπορικό ισοζύγιο περιλαμβάνονται μόνο οι εμπορευματικές συναλλαγές και όχι οι συναλλαγές υπηρεσιών και οι μη καταχωρισμένες συναλλαγές, οι οποίες, όμως, μαζί με τις εμπορευματικές συναλλαγές, λαμβάνονται υπόψη για την κατάρτιση των πινάκων Εθνικών Λογαριασμών.

Αναλυτικότερα η συνολική αξία των εισαγωγών – αφίξεων κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2003 ανήλθε στο ποσό των 22.877,8 εκατ. ευρώ (25.312,4 εκατ. δολάρια) έναντι 19.523,4 εκατ. ευρώ (17.883,2 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2002, παρουσιάζοντας αύξηση 17,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του έτους 2002. Η συνολική αξία των εισαγωγών – αφίξεων εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών παρουσίασε αύξηση 2.742,0 εκατ. ευρώ ή 16,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του έτους 2002. Η συνολική αξία των εξαγωγών – αποστολών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2003 ανήλθε στο ποσό των 7.746,6 εκατ. ευρώ (8.620,2 εκατ. δολάρια) έναντι 7.366,1εκατ. ευρώ (6.787,9 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2002, παρουσιάζοντας αύξηση 5,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του έτους 2002. Η συνολική αξία των εξαγωγών – αποστολών εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών παρουσίασε αύξηση 527,2 εκατ. ευρώ ή 7,9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του έτους 2002.

Εξελίξεις στα ομόλογα

Στα 34,02 δισ. ευρώ ανήλθε τον Δεκέμβριο η αξία των συναλλαγών στην αγορά ομολόγων μέσω της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ), όπως ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδας. Συγκριτικά η αξία των συναλλαγών είχε φτάσει τα 70,07 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο και τα 32,59 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2002.

Για τρίτο συνεχόμενο μήνα το ενδιαφέρον των επενδυτών συγκεντρώθηκε σε ομολογιακούς τίτλους, εναπομένουσας διάρκειας 7 με 10 έτη, οι οποίοι απορρόφησαν 17,10 δισ. ευρώ (50,2% της συνολικής αξίας συναλλαγών). Μεταξύ των ομολόγων, το δεκαετές ομόλογο αναφοράς σημείωσε για ακόμη μια φορά τη μεγαλύτερη συναλλακτική δραστηριότητα, καταγράφοντας συναλλαγές αξίας 10,06 δισ. ευρώ, ενώ η ρευστότητά του, όπως υπολογίζεται από το λόγο της αξίας των συναλλαγών ως προς το σύνολο των αντίστοιχων τίτλων σε κυκλοφορία, μειώθηκε σε 148%, από 287% τον Νοέμβριο. Από τις 5.781 εντολές που εκτελέσθηκαν στην ΗΔΑΤ τον μήνα αυτό, 52,38% ήταν εντολές «πώλησης» και 47,62% εντολές «αγοράς» τίτλων. Οπως σχολίασε η Τράπεζα της Ελλάδας τα κρατικά ομόλογα κατέγραψαν κέρδη στο σύνολό τους στις διεθνείς αγορές τον Δεκέμβριο, παρά τη μικρή διόρθωση στις τιμές που πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από το ξεκίνημα των εορτών των Χριστουγέννων. «Βασικός παράγοντας για την άνοδο των τιμών των ευρωπαϊκών ομολόγων ήταν η ενίσχυση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου, η οποία κατά τη διάρκεια του μήνα έφθανε διαρκώς σε νέα υψηλά επίπεδα», υπογράμμισε η κεντρική τράπεζα, που συμπλήρωσε ότι στις ΗΠΑ η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι ευάλωτη παρ’ όλο που οι ανακοινώσεις οικονομικών μεγεθών συνεχίζουν να συνηγορούν σε μια δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας. «Μέσα στο πλαίσιο αυτό, τόσο η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα Federal Reserve όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στην τελευταία τους συνεδρίαση για το 2003, διατήρησαν αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 1% και 2% αντιστοίχως, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσδοκίες της αγοράς ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν αμετάβλητα για αρκετό καιρό στα χαμηλά αυτά επίπεδα», ανέφερε η Τράπεζα της Ελλάδας.

Στο πλαίσιο αυτό οι τιμές των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου σημείωσαν ανοδική πορεία τον Δεκέμβριο, ακολουθώντας τις εξελίξεις στις ευρωπαϊκές αγορές. Τα κέρδη που κατεγράφησαν για τα ομόλογα αναφοράς (benchmark bonds) ήταν της τάξεως των 57-142 μονάδων βάσης (bps), με την τιμή του 20ετούς ομολόγου (λήξεως 22.10.2022) να σημειώνει τη μεγαλύτερη άνοδο. Το δεκαετές ομόλογο αναφοράς (λήξεως 20.5.2013) έκλεισε στις 101,31 (με απόδοση 4,42%) στα τέλη Δεκεμβρίου, από 100,33 (4,55%) στις 28 Νοεμβρίου. Η μέση διαφορά απόδοσης (yield spread) μεταξύ δεκαετούς ελληνικού και γερμανικού ομολόγου, ανήλθε οριακά τον μήνα αυτό στις 12 μονάδες βάσης (bps), από 11 bps που ήταν τον προηγούμενο μήνα. «Η καμπύλη των αποδόσεων μετακινήθηκε προς τα κάτω, ενώ αυξήθηκε η κλίση της,, καθώς οι αποδόσεις μειώθηκαν περισσότερο στις βραχυπρόθεσμες (23 bps), απ’ ό,τι στις μακροπρόθεσμες διάρκειες (11bps)», σημείωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, συμπληρώνοντας ότι ως εκ τούτου, η διαφορά της απόδοσης (yield spread) μεταξύ 3ετούς και 20ετούς ομολόγου αυξήθηκε σε 212 bps στα τέλη Δεκεμβρίου, από 200 bps που είχε διαμορφωθεί στα τέλη του προηγούμενου μήνα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή