ΑΠΟΨΗ

7' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά τη συμβιβαστική απόφαση στην οποία κατέληξε το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουνίου 2003 σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, η Επιτροπή εξέδωσε στις 23 Σεπτεμβρίου 2003 ανακοίνωση για την αναθεώρηση της ΚΑΠ στους τομείς του καπνού, του ελαιολάδου και του βάμβακος [(Com 2003) 554, τελικό, 23.9.2003]. Η αναθεώρηση της ΚΑΠ στα μεσογειακά αυτά προϊόντα, σύμφωνα με τη δήλωση της Επιτροπής την οποία υιοθέτησε και το Συμβούλιο, θα κινείται μέσα στο τρέχον δημοσιονομικό πλαίσιο, για την ίδια μακροχρόνια προοπτική (2013) και στο πνεύμα της αναθεώρησης του Ιουνίου 2003.

Σημειώνεται ότι οι δαπάνες του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου – Τμήμα Εγγυήσεων έχουν αυξηθεί μεταξύ των ετών 1992 και 2002 από 31 σε 43 εκατ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες για τα τρία μεσογειακά προϊόντα παρέμειναν σχεδόν σταθερές και κυμάνθηκαν περίπου στα 5 δισ. ευρώ, ενώ για το σύνολο των μεσογειακών προϊόντων παρέμειναν περίπου στα 8 δισ. ευρώ. Παρά το γεγονός αυτό, η Επιτροπή προτείνει την εφαρμογή σταδιακής μείωσης των ενισχύσεων και στα μεσογειακά προϊόντα. Ετσι, η δημοσιονομική αυτή πολιτική της Επιτροπής αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο μεροληπτικής και άνισης μεταχείρισης των μεσογειακών προϊόντων και των αγροτών των μεσογειακών χωρών της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρία αυτά προϊόντα αντιπροσωπεύουν για το 2002 το 57% της συνολικής αξίας των εισπράξεων της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο – Τμήμα Εγγυήσεων.

Στον τομέα του καπνού, η Επιτροπή προτείνει την ολική αποσύνδεση επιδοτήσεων από την παραγωγή σε αντίθεση με τις προτάσεις για το βαμβάκι και το ελαιόλαδο, για τα οποία υιοθετεί τη μερική αποσύνδεση. Η Επιτροπή ουσιαστικά εκβιάζει προκειμένου να επιτύχει την εγκατάλειψη της καπνοκαλλιέργειας μέσω της ολικής αποσύνδεσης των ενισχύσεων από την παραγωγή. Στις εκτάσεις που θα απελευθερωθούν από την καπνοκαλλιέργεια θα μπορεί να καλλιεργηθεί οτιδήποτε εκτός από οπωροκηπευτικά και δενδρώδεις καλλιέργειες. Η υιοθέτηση της πρότασης της πλήρους αποσύνδεσης θα οδηγήσει σε δραστική συρρίκνωση του τομέα του καπνού, με αρνητικές συνέπειες στο εισόδημα των παραγωγών, στην απασχόληση, στην ποιότητα του προϊόντος, στην περιφερειακή οικονομία, ενώ το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η εγκατάλειψη της καπνοκαλλιέργειας. Τη διακριτική μεταχείριση εις βάρος του καπνού, άλλωστε, έδειξε και η εμπειρία των πέντε τελευταίων ετών, κυρίως μετά την αποτυχημένη προσπάθεια το 2001 να σταματήσει ολοσχερώς η καπνοκαλλιέργεια στην Ε.Ε. μέσω της κατάργησης των επιδοτήσεων.

Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να εμμένει στη συνέχιση της στήριξης της παραγωγής καπνών υψηλής εμπορικής αξίας και ζήτησης στη διεθνή αγορά. Σημειώνεται ότι η καπνοκαλλιέργεια είναι μία σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη Βόρεια Ελλάδα και στην Αιτωλοακαρνανία από απόψεως αριθμού θέσεων εργασίας, προστιθέμενης αξίας και συνεισφοράς πολύτιμων πόρων από την εξαγωγή σχεδόν του συνόλου του παραγόμενου προϊόντος. Το ύψος των ενισχύσεων για τον καπνό στην Ε.Ε. ανήλθε το 2002 σε 952 εκατ. ευρώ και από αυτές 369 εκατ. ευρώ χορηγήθηκαν στους Ελληνες καπνοπαραγωγούς.

Σύμφωνα με την πρόταση της ΠΑΣΕΓΕΣ, το ποσοστό αποσύνδεσης επιδοτήσεων-παραγωγής στον καπνό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 40%. Στην κατηγορία αυτή πρέπει να ενταχθούν η Ομάδα Ι (Βιρτζίνια) και οι ανατολικού τύπου «ευγενείς» ποικιλίες των ομάδων VI (Μπασμάς), VII (Κατερίνη) και VIII (Καμπά Κουλάκ-Κλασικά), ενώ για τις άλλες κατηγορίες θα μπορούσε να ισχύει η αρχή της ολικής αποσύνδεσης.

Στον τομέα του ελαιολάδου, ο προϋπολογισμός του αντιπροσώπευε ετησίως κατά μέσον όρο το 5,8% των συνολικών δαπανών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου – Τμήμα Εγγυήσεων κατά την περίοδο 1997-2002. Το ποσοστό αυτό πρέπει να διατηρηθεί σταθερό μέχρι το 2013, καθότι οι δαπάνες για τον τομέα του ελαιολάδου παρέμειναν σχεδόν σταθερές μετά το 1997, σε αντίθεση με άλλους κλάδους που αυξήθηκαν. Για την Ελλάδα, οι εισπράξεις για το ελαιόλαδο ανήλθαν το 2002 σε 560 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 2,1% των συνολικών δαπανών του Ταμείου.

Εκτός από τη μερική αποδέσμευση της ενίσχυσης, η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει τη δημιουργία δημοσιονομικού φακέλου, βάσει του οποίου θα στηρίζονται περιοχές και παραγωγοί με ιδιαιτερότητες, ώστε να μη στρεβλώνεται η ανταγωνιστικότητα μεταξύ των ελαιοπαραγωγικών κρατών-μελών και περιφερειών. Αυτό σημαίνει μεταφορά πόρων από την άμεση στήριξη των αγορών στην αγροτική ανάπτυξη, πόρων που κάθε κράτος-μέλος θα τους διαχειριστεί με βάση την αρχή της επικουρικότητας. Το ποσοστό των πόρων αυτών είναι το 40% του προϋπολογισμού του τομέα ελαιολάδου και φθάνει περίπου τα 1.000 εκατ. Αυτό μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ίδια την εξέλιξη της αγοράς του προϊόντος, αλλά και να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση του πυλώνα ΙΙ που αφορά την αγροτική ανάπτυξη. Η εξέλιξη, όμως, αυτή μπορεί να αποδειχθεί προβληματική για τη μελλοντική χρηματοδότηση της Κοινής Οργάνωσης των Αγορών (ΚΟΑ) ελαιολάδου. Και αυτό, διότι κατά την προβλεπόμενη αναθεώρηση της λειτουργίας των Διαρθρωτικών Ταμείων το 2007, υπάρχει κίνδυνος μεταφοράς του κονδυλίου όχι τόσο στη χρηματοδότηση της διαρθρωτικής πολιτικής του ελαιολάδου όσο σε διαρθρωτικές παρεμβάσεις γενικότερου σκοπού. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι οι βαμβακοπαραγωγοί και οι καπνοπαραγωγοί συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση της αγροτικής ανάπτυξης μέσω του συστήματος προσαρμογής των ενισχύσεων (modulation) που προβλέπεται από την αναθεώρηση της ΚΑΠ του Ιουνίου 2003. Τέλος, ο προϋπολογισμός προβλέπει μέτρα στήριξης όπως οι εξαγωγικές επιδοτήσεις και η ιδιωτική αποθεματοποίηση, για τα οποία δαπανάται το 6,7% του συνολικού προϋπολογισμού του τομέα. Οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να παραμείνουν στην ΚΟΑ για οριζόντιες παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην εξισορρόπηση της αγοράς σε περιόδους κρίσεων (εθνικών, περιφερειακών και κοινοτικών).

Το βαμβάκι είναι ένα κατεξοχήν μεσογειακό και έντονα ελλειμματικό προϊόν στην Ε.Ε., της οποίας η συμμετοχή στην παγκόσμια αγορά περιορίζεται μόλις στο 2,5%. Η αγορά κυριαρχείται από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η πρόσφατη κριτική που δέχθηκε η Ε.Ε. στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για τη στήριξη του τομέα, που αντιστοιχεί στο 2,2% των δαπανών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου – Τμήμα Εγγυήσεων, ήταν τουλάχιστον άδικη αφού η αγορά είναι τελείως ελεύθερη για εισαγωγές τόσο από τις αφρικανικές χώρες όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο.

Στην πρόταση της Επιτροπής προβλέπεται ότι η σχέση μεταξύ συνδεδεμένης και αποσυνδεδεμένης παραγωγής θα είναι 40% – 60% και κατά συνέπεια η μεταφορά πόρων στον πυλώνα ΙΙ θα φθάσει στα 100 εκατ. ευρώ. Το πρώτο σκέλος της πρότασης συνδέει την παραγωγή με την ποιότητα και αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Το δεύτερο σκέλος της πρότασης, όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Ελλάδα, για τους λόγους που ισχύουν και στην περίπτωση του ελαιολάδου.

Ειδικότερα, η πρόταση της Επιτροπής για την Ελλάδα προβλέπει τη μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης κατά 11%. Πρέπει να σημειωθεί ότι το βαμβάκι έχει τεράστια κοινωνικοοικονομική σημασία για τις περιοχές όπου καλλιεργείται (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Μακεδονία και Θράκη). Οι συναλλαγματικές ροές στο βαμβάκι από την Ε.Ε. για την Ελλάδα ανήλθαν το 2002 σε 570 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν περίπου στο 2,2% των συνολικών εισπράξεων της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο – Τμήμα Εγγυήσεων. Η βαμβακοκαλλιέργεια απασχολεί 90.000 αγρότες και συμβάλλει σημαντικά τόσο στη διατήρηση θέσεων απασχόλησης στην ύπαιθρο όσο και στη ζωτικότητα των αγροτικών κοινοτήτων και επομένως δεν πρέπει να γίνει δεκτή από τη χώρα μας οποιαδήποτε μείωση. Με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών, η καλλιεργούμενη έκταση στην Ελλάδα ανέρχεται στα 3.800.000 στρέμματα και αυτή πρέπει να θεωρείται ως το όριο για τον καθορισμό των ενισχύσεων. Σε κάθε περίπτωση, για λόγους ίσης μεταχείρισης, το ποσοστό μείωσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων πρέπει να είναι το ίδιο για την Ισπανία και την Ελλάδα, που είναι οι μοναδικές χώρες της Ε.Ε. που παράγουν βαμβάκι.

Η εκκρεμότητα σχετικά με την αναθεώρηση των ΚΟΑ των μεσογειακών προϊόντων συντηρεί την αβεβαιότητα σε μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της Ε.Ε. και ταυτόχρονα υποδηλώνει τις μεγάλες δυσκολίες για εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης για τις χώρες που παράγουν τα προϊόντα αυτά.

Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις, εξακολουθεί να είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, τα μεσογειακά προϊόντα (καπνός, βαμβάκι και ελαιόλαδο) είτε να παίξουν τον ρόλο του «ανταλλάξιμου είδους» στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τον ΠΟΕ, αν δεν υπάρξει λύση στο εγγύς μέλλον, ή να υποστούν μείωση του βαθμού στήριξής τους προς όφελος άλλων τομέων της ΚΑΠ (όπως π.χ. η ζάχαρη και το γάλα). Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι για τα μη χρησιμοποιούμενα δικαιώματα κρίνεται αναγκαία η δημιουργία εθνικού αποθέματος, τα οποία μπορεί να διατεθούν σε ορισμένες ομάδες παραγωγών, όπως νέοι αγρότες, νεοεισερχόμενοι από άλλες καλλιέργειες, παραγωγοί πιστοποιημένων προϊόντων κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια από την ελληνική πλευρά στο επίπεδο του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική για τη χώρα μας συμφωνία ως προς τα μεσογειακά προϊόντα.

Προφανώς το ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τους παραγωγούς τους, που αποτελούν μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων αγροτών αλλά και για τις τοπικές οικονομίες και την ίδια την εθνική μας οικονομία, δεδομένης της σπουδαιότητας των τριών αυτών προϊόντων ως πρώτων υλών της εγχώριας μεταποίησης.

(1) O κ. Νικόλαος Κ. Μπαλτάς είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος ευρωπαϊκής έδρας JeaMonnet.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή