Παρατεταμένη δυσαρμονία μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας

Παρατεταμένη δυσαρμονία μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας

4' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η οικονομική θεωρία υποστηρίζει και οι εμπειρικές αναλύσεις βεβαιώνουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ επιπέδου εκπαίδευσης και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Η εκπαίδευση επηρεάζει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση εργασίας. Οι σχέσεις εκπαίδευσης και ανεργίας συζητούνται διεθνώς από τους ερευνητές και τους λήπτες των πολιτικών αποφάσεων. Σημειώνεται ότι ορισμένοι ερευνητές έχουν θεωρήσει την εκπαίδευση ως «παραγωγό ανεργίας» για τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Υποστηρίζουν δηλαδή, ότι η βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης οδηγεί στη διαμόρφωση υπερβολικών φιλοδοξιών για τις συνθήκες εργασίας και για τον μισθό, σε σύγκριση με την πραγματικότητα της αγοράς, καθώς και σε άρνηση να αναλάβουν εργασία στον χώρο των άτυπων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Στην Ελλάδα, ενώ εδώ και αρκετά χρόνια η ανεργία, κυρίως των νέων, σε συνδυασμό με το δυσπροσάρμοστο, μη ποιοτικό και αναποτελεσματικό σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης, καταγράφονται ως κεντρικά και πολυδιάστατα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας η συστηματική διερεύνησή τους δεν έχει ακόμη αρκούντως κλιμακωθεί.

Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου επιχειρείται μία συνοπτική διερευνητική προσέγγιση της σχέσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Εκπαιδευτικό απόθεμα

Προς τούτο εκτιμάται το εκπαιδευτικό απόθεμα (educational stock) της ελληνικής οικονομίας και των οικονομιών των περιφερειών της χώρας ως ο μέσος αριθμός των ετών τυπικής εκπαίδευσης των απασχοληθέντων (ανέργων) για κάθε ένα από τα εξεταζόμενα έτη. Η εκτίμηση γίνεται με το υπόδειγμα του μέσου όρου, με μεταβλητές που λαμβάνουν ως τιμές τους αριθμούς των απασχοληθέντων (ανέργων) στην ελληνική οικονομία και στις οικονομίες των περιφερειών της χώρας (στοιχεία από ΕΣΥΕ κατά επίπεδο εκπαίδευσης) και αντίστοιχους συντελεστές τη χρονική διάρκεια εκπαίδευσης των μελών της κάθε ομάδας.

Προφανώς η προσέγγιση είναι ελλειπτική, δεδομένου ότι δεν συνεκτιμάται η ποιότητα της εκπαίδευσης.

Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις του μέσου επιπέδου εκπαίδευσης των απασχοληθέντων και των ανέργων κατά τα έτη που αναγράφονται στην πρώτη στήλη.

Επίσης, στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται εκτιμήσεις του μέσου επιπέδου εκπαίδευσης των απασχοληθέντων και των ανέργων στις οικονομίες των περιφερειών της χώρας.

Ανοδος επιπέδου

Από τα ευρήματα που καταγράφονται στους Πίνακες 1 και 2 μπορούν να εξαχθούν οι κάτωθι διαπιστώσεις – συμπεράσματα:

(α) Το μέσο επίπεδο εκπαίδευσης των απασχοληθέντων και των ανέργων στην ελληνική οικονομία και στις οικονομίες των περιφερειών της χώρας διαχρονικά βαίνει αυξανόμενο. Η ίδια αυξητική τάση παρατηρείται και στις οικονομίες όλων των περιφερειών της χώρας. Αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι διαχρονικά τα νεοεισερχόμενα άτομα στην αγορά εργασίας εν γένει έχουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τα αποχωρούντα λόγω ορίου ηλικίας (καθιέρωση 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, βαθμιαίο πέρασμα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση των «ελίτ» στη «μαζική» τριτοβάθμια εκπαίδευση). Τα άτομα με λίγα ή καθόλου έτη εκπαίδευσης συγκεντρώνονται κυρίως στις μεγάλες σχετικά ηλικίες, ενώ το αντίστροφο ισχύει για τις νεότερες ηλικίες. Αυτή η διαχρονική άνοδος του μέσου επιπέδου εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού (παρ’ ότι ακόμη η Ελλάδα υστερεί έναντι των περισσοτέρων αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών) είναι θετική εξέλιξη δεδομένου του δυνητικού ρόλου της εκπαίδευσης στη διατηρήσιμη μεγέθυνση – ανάπτυξη της οικονομίας, στη διανομή του εισοδήματος, και την κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική εξέλιξη.

(β) Το μέσο επίπεδο εκπαίδευσης των απασχοληθέντων στην ελληνική οικονομία καθώς και στις οικονομίες των επιμέρους περιφερειών (εκτός της Αττικής) είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο των ανέργων.

Αυτό μάλλον οφείλεται:

(ι) στη δυσαρμονία μεταξύ του συστήματος εκπαίδευσης και της οικονομίας (ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης αποφοίτων των διαφόρων επιπέδων εκπαίδευσης και ειδικοτήτων).

(ιι) στο γεγονός ότι η βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης οδηγεί στη διαμόρφωση υπερβολικών φιλοδοξιών για τις συνθήκες εργασίας και για τον μισθό (ωθεί προς τα άνω το «μισθό επιφύλαξης»), σε σύγκριση με την πραγματικότητα της αγοράς, ωθώντας μια μερίδα του πληθυσμού με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα σε κατάσταση προσωρινής έστω αδράνειας (ανεργίας). Φαίνεται αρκετά πιθανό τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης να αποτελούν έκφραση της «ουράς αναμονής» που σχηματίζουν εν όψει της εισόδου τους στο ανώτερο τμήμα της αγοράς εργασίας, και

(ιιι) οι ενήλικες που έχουν χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης από τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας αντιμετωπίζουν την ανεπάρκεια ευκαιριών απασχόλησης ή την απώλεια της θέσης εργασίας τους με αδράνεια (κρυφή ανεργία) ή και αποχώρηση από την αγορά εργασίας.

Προγραμματική προσέγγιση

Συμπερασματικά, αν και γενικά η εκπαίδευση προωθεί την απασχόληση και αυξάνει τα εισοδήματα, εν τούτοις στη χώρα μας η αναντιστοιχία εκπαίδευσης και οικονομίας και τα κοινωνικά στερεότυπα μάλλον δεν προωθούν τη δημιουργική ένταξη στην αγορά εργασίας των νέων ανθρώπων. Προφανώς δεν αποτελεί επαρκή λύση η «χαοτική» αύξηση του αποθέματος εκπαιδευμένων ανθρώπων. Θα πρέπει οπωσδήποτε τα «προϊόντα» του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης να είναι υψηλής ποιότητας και βεβαίως να αντιστοιχούν στις τωρινές και μελλοντικές ανάγκες της οικονομίας. Ετσι, η νέα διακυβέρνηση της χώρας στο πλαίσιο της χάραξης εθνικής στρατηγικής οκταετούς χρονικού ορίζοντα θα πρέπει να κάνει όλες τις αναγκαίες θεσμικές, δομικές και λειτουργικές προσαρμογές ώστε να επιτευχθεί η εναρμόνιση του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης με την οικονομία και να πάψει η απώλεια του πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου. Υπό την έννοια αυτή καταγράφεται ως θετική εξέλιξη η πρόσφατη προγραμματική προσέγγιση σε επιμέρους θέματα εκπαίδευσης (μη κρατικά-μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, αύξηση των δημόσιων δαπανών στην εκπαίδευση στο 5% του ΑΕΠ και μετατόπιση σε έμμεσες διαδικασίες χρηματοδότησης, ενίσχυση του ρόλου των χρηστών των υπηρεσιών εκπαίδευσης, ενίσχυση της προσαρμοστικότητας του συστήματος εκπαίδευσης-κατάρτισης, επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε δώδεκα χρόνια, κλπ) του κ. Γ. Παπανδρέου και κατά προέκταση του ΠΑΣΟΚ προς τις από παλαιότερα διατυπωμένες προγραμματικές θέσεις του κ. Κ. Καραμανλή και της Νέας Δημοκρατίας.

(1) O Δρ. Κων. Τσαμαδιάς είναι Μαθηματικός-Οικονομολόγος και Διευθυντής Ανθρώπινων Πόρων του ΙΔΚΚ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή