Δέσμια της εσωτερικής ζήτησης παραμένει η ελληνική οικονομία

Δέσμια της εσωτερικής ζήτησης παραμένει η ελληνική οικονομία

5' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ρυθμός ανάπτυξης 4%, με τον οποίο αναπτύσσεται η οικονομία, δεν είναι ευκαταφρόνητος. Ομως, ο ρυθμός αυτός στηρίζεται στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, η οποία τροφοδοτείται από την εισροή των κοινοτικών πόρων και τη χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Η εξωτερική ζήτηση επιδρά αρνητικά στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας.

Η στήριξη της ανάπτυξης αποκλειστικά στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης δεν αποτελεί ορθή πολιτική, όχι μόνο διότι η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, εξεταζόμενη σε έναν μακροχρόνιο ορίζοντα, δεν είναι διατηρήσιμη, αλλά και διότι αναπόφευκτα θα αποδυναμώσει τις ήδη αδύνατες συνθήκες μακροοικονομικής σταθερότητας.

Ακόμη, η οικονομική πρόοδος που συντελείται δεν είναι ικανοποιητική, αφού, όπως δείχνουν τα στοιχεία του πίνακα, παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, δεν αυξάνεται η απασχόληση και δεν αντιμετωπίζονται τα δύο σημαντικότερα διαρθρωτικά προβλήματα, δηλαδή η ανισορροπία στα δημόσια οικονομικά και η μειωμένη διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αλλωστε, και οι δύο αυτές διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, σε σημαντικό βαθμό, οφείλονται στις αδυναμίες του πραγματικού τομέα της οικονομίας.

Δημοσιονομικά

Η ανάγκη να ελεγχθεί αποτελεσματικά η δημοσιονομική κατάσταση είναι επιτακτική, διότι λόγω των υψηλών ελλειμμάτων και των διαφόρων υποχρεώσεων που αναλαμβάνει το κράτος, το δημόσιο χρέος δεν μειώνεται, παρά τα σημαντικά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις και τον υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Το ήμισυ των εσόδων που εισπράχθηκαν από τις ιδιωτικοποιήσεις διατέθηκε για τη μείωση του δημόσιου χρέους και το υπόλοιπο ήμισυ κάλυψε καταναλωτικές δαπάνες. Εκποιούμε την περιουσία του Δημοσίου για να καλύπτουμε καταναλωτικές δαπάνες! Και, βέβαια, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις και ένα σημαντικό μέρος των εισπράξεων από την Ε.Ε. είναι έκτακτοι οικονομικοί πόροι που κάποτε θα εξαντληθούν. Αν κατά την περίοδο της αφθονίας που δημιουργείται από αυτούς τους έκτακτους πόρους και τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης δεν μειώνεται το δημόσιο χρέος, τότε όταν οι πόροι αυτοί περιοριστούν και η οικονομία περάσει στην καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου, η μείωση του δημόσιου χρέους θα είναι δύσκολη έως και αδύνατη.

Το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό, 6% περίπου για μια σειρά ετών, είναι αποτέλεσμα της συσσωρευμένης αρνητικής επίδρασης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από το ότι αν και οι διεθνείς αγορές για προϊόντα που εξάγει η χώρα αναπτύσσονται με θετικό ρυθμό, ο οποίος μάλιστα σε ορισμένα έτη είναι ιδιαίτερα υψηλός, η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας χειροτερεύει (σειρές 5 και 6 του πίνακα). Ετσι, η χώρα χάνει μερίδια στις διεθνείς αγορές.

Ακόμη, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων, ιδιαίτερα στις προμήθειες προς το Δημόσιο, αποτρέπει την εισροή ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις και την εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων που θα συνέβαλαν στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών και την παραγωγή νέων αγαθών που να ανταποκρίνονται στις εξελίξεις της ζήτησης. Η μείωση του βαθμού ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας (σειρά 7 του πίνακα) υποδηλώνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις στρέφονται προς την εσωτερική αγορά και, συνεπώς, η ελληνική οικονομία κλείνεται στον εαυτό της αντί να ανοίγεται στον διεθνή ανταγωνισμό. Η ελληνική οικονομία είναι μια από τις πιο κλειστές οικονομίες στην Ε.Ε. και αντιμετωπίζει μείωση των μεριδίων της στις διεθνείς αγορές.

Ελλειμμα στο ισοζύγιο

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υποδηλώνει ότι δαπανούμε για κατανάλωση και επένδυση περισσότερα από όσο επιτρέπει το εισόδημά μας, δηλαδή ζούμε πέραν των δυνατοτήτων μας. Μια δεύτερη ερμηνεία του ελλείμματος είναι ότι η συνολική αποταμίευση είναι μικρότερη της επένδυσης.

Η επιλογή μιας εκ των δύο διατυπώσεων εξαρτάται από τις διαχρονικές προοπτικές της οικονομίας. Οταν το έλλειμμα οφείλεται στη μείωση της αποταμίευσης (αύξηση της κατανάλωσης) η πρώτη διατύπωση περιγράφει την πραγματικότητα, ενώ όταν το επενδυτικό κλίμα είναι ευνοϊκό και οι επενδύσεις αυξάνονται, χρησιμοποιούμε τη δεύτερη διατύπωση, ότι δηλαδή οι επενδύσεις υπερβαίνουν τη συνολική αποταμίευση. Στην πρώτη περίπτωση δανειζόμαστε για να καταναλώνουμε, ενώ στη δεύτερη περίπτωση δανειζόμαστε για να επενδύουμε. Η αύξηση των επενδύσεων αυξάνει την παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας, την παραγωγή, την απασχόληση και τις εξαγωγές. Η αύξηση του εισοδήματος που ακολουθεί καθιστά δυνατή την εξόφληση των δανείων.

Αν τα μακροοικονομικά στοιχεία είναι αξιόπιστα, το υψηλό έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών της χώρας οφείλεται περισσότερο στην αύξηση των επενδύσεων και λιγότερο στη μείωση της αποταμίευσης. Ομως, επί αυτού του σημείου επικεντρώνονται ορισμένες αντιρρήσεις. Συγκεκριμένα, ενώ ο δανεισμός για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων (κάλυψη του ελλείμματος) αυξάνει το χρέος της ελληνικής οικονομίας, η παραγωγή και οι εξαγωγές δεν αυξάνονται. Παρόμοια, η απασχόληση στον διεθνώς εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας δεν αυξάνεται. Ακόμη, ενώ στη βιομηχανία οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό αυξάνονται, ο βαθμός απασχόλησης της παραγωγικής δυναμικότητάς της μειώνεται. Συσσωρεύεται κεφάλαιο το οποίο δεν χρησιμοποιείται!

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αύξηση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό είναι συνέπεια της ενιαίας αγοράς, της ενοποίησης των χρηματαγορών και του ενιαίου νομίσματος. Η μείωση των επιτοκίων προκαλεί μείωση της αποταμίευσης (αύξηση της κατανάλωσης) και αύξηση της επένδυσης που αποτελούν τα θεμελιώδη αίτια του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών.

Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι το έλλειμμα δεν πρέπει να μας απασχολεί και δεν απαιτείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του, διότι η χρηματοδότησή του είναι ευχερής.

Αντίθετα προς αυτήν την άποψη, νομίζουμε ότι η στήριξη της ανάπτυξης στον δανεισμό δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση του οικονομικού μας προβλήματος.

Οι κίνδυνοι βραχυπρόθεσμα

Η επιβάρυνση της οικονομίας με ένα συνεχώς αυξανόμενο χρέος, αναγκαία, σε έναν μακροχρόνιο ορίζοντα, θα οδηγήσει σε υπερδανεισμό, μείωση των επενδύσεων και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.

Αναμφίβολα, βραχυπρόθεσμα οι κίνδυνοι είναι υπό έλεγχο και αυτό, σε κάποιο βαθμό, έχει επιτρέψει την καθυστέρηση των αναγκαίων αλλαγών. Ομως, μακροπρόθεσμα οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που πηγάζουν από την εμμονή της δημοσιονομικής ανισορροπίας και της ανισορροπίας στις εξωτερικές συναλλαγές υπονομεύουν τη δυνατότητα της οικονομίας να αναπτύσσεται σταθερά. Για να αποφευχθούν αυτοί οι κίνδυνοι απαιτείται η εφαρμογή μιας πολιτικής που να εξασφαλίζει τη μακροοικονομική ισορροπία.

Συγκεκριμένα, απαιτείται η εφαρμογή μιας υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής που να ενισχύει την οικονομική σταθερότητα, η οποία με τη σειρά της να βελτιώνει το κλίμα εμπιστοσύνης, αυξάνει την επένδυση και την απασχόληση και ενδυναμώνει τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Οι αυξήσεις του κόστους εργασίας πρέπει να είναι συνεπείς με τη διασφάλιση των θέσεων απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας.

Η Ελλάδα έχει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και ευρέα περιθώρια να αυξήσει το απασχολήσιμο εργατικό δυναμικό της. Επίσης, οι Ελληνες έχουν δείξει ικανότητες στον τομέα των υπηρεσιών (π.χ. τουρισμός, ναυτιλία), γεγονός που μας δίνει ένα πλεονέκτημα στη μεταβιομηχανική εποχή. Οι υπηρεσίες είναι τομέας που δεν εξαρτάται από το κράτος και, συνεπώς, η απελευθέρωση πόρων με τη μείωση του δημόσιου τομέα θα επιτρέψει την ανάπτυξή τους.

Εντούτοις, τα παραπάνω μέτρα δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν τις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις που διασφαλίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα. Απαιτούνται οι μεταρρυθμίσεις που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία των αγορών σε ανταγωνιστικές συνθήκες, ενισχύουν τα κίνητρα αγοράς και ενθαρρύνουν την εισροή κεφαλαίων.

Επίσης, απαιτούνται οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που υποστηρίζουν την αύξηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης και ενθαρρύνουν τη χρήση της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού. Η ανάπτυξη της χώρας πρέπει να στηρίζεται περισσότερο σε ποιοτικούς παρά σε ποσοτικούς παράγοντες. Αυτές οι συνθήκες αυξάνουν το δυνητικό προϊόν, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και διευρύνουν το άνοιγμα της οικονομίας στις διεθνείς αγορές.

(1) O κ. Γεώργιος Οικονόμου είναι καθηγητής Οικονομικών και σύμβουλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή