ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εβγαλα δίσκο την περασμένη Κυριακή, όπως μου ‘γραψε εύστοχα ο κ. Ν.Δ.Τ. Ζητιάνεψα ιδέα – ορθώς μου υπέδειξε τη «Γιουροβισινάδα», αλλά πάλι είναι σαν να κλέβεις εκκλησία. Ο,τι ήταν να λεχθεί για το εθνικό έπος έχει κατά κόρον διατυπωθεί και σκιτσαριστεί· άλλωστε τα συμπαθέστατα τέρατα της Φινλανδίας κατάργησαν κι αυτή την πολυτέλεια της σκιτσογραφίας. Δεν θέλω να φανώ αχάριστος έναντι των αναγνωστών της στήλης που έσπευσαν να καταθέσουν τον οβολό των ιδεών τους· θα τις αποταμιεύσω προς το παρόν και για σήμερα θα εκταμιεύσω μιαν άλλη, κατατεθειμένη σε ανύποπτο χρόνο από την Κική Δημουλά. Σε μιαν ερτζιανή εξομολόγηση έλεγε πρόσφατα: «Το πρώτο κακό παράδειγμα τεμπελιάς νομίζω το έδωσε πρώτη η ευτυχία, η οποία ζει ξάπλα μέσα στα λεξικά, που είναι τα μόνα που την γνωρίζουν, τα μόνα που νιώθουν ευτυχισμένα».

Τα λεξικά, πράγματι, είναι τα μόνα που νιώθουν ευτυχισμένα στην ελαφρότητά τους. «Ευτυχία= η πλήρης ευχαρίστηση που νιώθει κανείς απ’ τη ζωή του», γράφουν τα περισσότερα, διεκδικώντας εύσημα εγκυρότητας και ακριβολογίας. Ο Τολστόι, όμως, ανοίγει την «Αννα Καρένινα» με μιαν απροσδόκητη παρατήρηση ελάχιστων λέξεων. «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες· αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχής με το δικό της μοναδικό τρόπο». Ισως γι’ αυτό τα λεξικά σημειώνουν ότι η «ευτυχία» έχει μόνο ενικό αριθμό. Αντιθέτως, η δυστυχία έχει και πληθυντικό. Υπάρχουν πολλές δυστυχίες, ίσως τόσες όσα και τα ανθρώπινα πλάσματα.

Τα λεξικά επισημαίνουν επίσης ότι ευτυχία και δυστυχία είναι έννοιες αντίθετες. Μήπως, λοιπόν, μπορούμε να φτάσουμε σ’ έναν αξιόπιστο ορισμό της ευτυχίας διά της εις άτοπον απαγωγής; Θα είχαμε τουλάχιστον 6 δισεκατομμύρια ορισμούς της ευτυχίας, αν υποθέσουμε ότι κάθε άνθρωπος έχει τουλάχιστον ένα λόγο να είναι δυστυχής. Αλλά o δρόμος προς την ευτυχία δεν είναι απλά η άρση των λόγων της δυστυχίας μας. Κατά κανόνα, η άρση μιας δυστυχίας υποκαθίσταται σχεδόν αυτόματα από μιαν άλλη. Η δυστυχία, σαν τη φύση, απεχθάνεται τα κενά. Η ευτυχία, όμως, ατενίζει τα κενά τεμπέλικα, απρόθυμη πάντα να τα γεμίσει.

Κάποιοι φιλόδοξοι επιστήμονες υποθέτουν ότι η ευτυχία μπορεί να μετρηθεί – αν υποθέσουμε ότι αντιστοιχεί στο φευγαλέο συναίσθημα ικανοποίησης που μας προσφέρει κάθε πράξη ή δραστηριότητα που γεμίζει το 24ωρό μας. Πρότειναν να συνδεθεί μια αντιπροσωπευτική ομάδα ανθρώπων με ένα μηχάνημα στο οποίο να αυτο-βαθμολογούνται ανά μία ώρα για το βαθμό ικανοποίησης που νιώθουν, σε μια κλίμακα 1-10. Προσφέρομαι ως πειραματόζωο. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να επιλέγει βαθμούς: το πρωί, μετά ένα οκτάωρο ήσυχου ύπνου με ευχάριστα όνειρα, ίσως να μου έβαζα 8. Λίγο μετά, την ώρα του καφέ, απλήρωτοι λογαριασμοί στο τραπέζι της κουζίνας θα με βύθιζαν στην κατάθλιψη (θα μου έβαζα 1). Μια επίσκεψη στο ATM της τράπεζας θα αντιστοιχούσε σε ένα δυστυχές 2 στο τέλος του μήνα, ή ένα ικανοποιητικό 7 κοντά στην ημερομηνία της μισθοδοσίας. Το ωράριο εργασίας, θα μπορούσε να προκαλέσει βαθμούς που διατρέχουν όλη την κλίμακα 1-10: ένας καβγάς με συναδέλφους, η ατμόσφαιρα ανταγωνισμού, η υποψία ότι ενδεχομένως περισσεύεις και διεκδικείς μια θέση στο πρόγραμμα περικοπών θέσεων εργασίας, μια επιτυχία, μια επιβράβευση, μια έκρηξη συλλογικής ευθυμίας θα έβρισκαν την αποτύπωσή τους σε βαθμούς ευφορίας και δυσφορίας στον προσωπικό μετρητή ευτυχίας. Αλλά, ακόμη κι αν ο μέσος όρος κάθε εικοσιτετραώρου έδινε το σαφές στίγμα ενός ικανοποιημένου ή ανικανοποίητου ανθρώπου, θα ήταν η τελευταία επίγευση της μέρας που θα έκλεβε την παράσταση. Υποθέτω ότι σπάνια ο ηλεκτρονικός μετρητής θα συνέπιπτε με τον βιολογικό μου μετρητή, αυτόν που με παραδίδει σ’ έναν ευχάριστο ή έναν ανήσυχο ύπνο.

Αυτό το παράδοξο, μπορεί να μεταφερθεί και στην κλίμακα της ζωής. Οι περισσότεροι από μας που ζούμε στις ευδαίμονες οικονομίες της αγοράς, με μέσο ετήσιο εισόδημα τα 18.000 ευρώ, αισθανόμαστε ευτυχείς που δεν είμαστε Κινέζοι εργάτες με 2.000 ευρώ ετησίως, άνεργοι Παλαιστίνιοι χωρίς στέγη και πατρίδα, ή ατυχείς Ουκρανοί που πρέπει να ανέβουν στα καμιόνια της λαθρομετανάστευσης προς τη Δύση. Οι εικόνες δυστυχίας και ολέθρου που μεταδίδουν σε άφθονες ποσότητες τα ηλεκτρονικά μέσα από κάθε γωνιά του πλανήτη, έχουν μιαν ανομολόγητη παρηγορητική επίδραση πάνω μας. Η σχέση μας με τη δυστυχία (των άλλων) είναι σαδομαζοχιστική. Αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή, η αφροδισιακή επίδραση της λύπης εξαερώνεται μπροστά στην εικόνα ευμάρειας που υπερχειλίζει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας: τα εισοδήματα όσων κοσμούν τις λίστες του Forbes, οι λαμπερές εικόνες των «σελέμπριτι» στις ακριβές επαύλεις τους, οι «συμβολικές» αμοιβές του Ρουβά και της Μενούνος για τις εθνικές υπηρεσίες τους στη «Γιουροβισινάδα», μας κατακρημνίζουν στα έσχατα επίπεδα δυσφορίας.

Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία. Ας ανεχτούμε για εκατομμυριοστή φορά αυτή την ηλίθια κοινοτοπία. Προφανώς ισχύει, για όσους το διαθέτουν σε αφθονία. Αλλά οι οικονομολόγοι της ευτυχίας -καθόλα αξιοπρεπείς οπαδοί της οικονομίας της αγοράς- παραδέχονται πλέον ότι το χρήμα μπορεί να αυξήσει το «βαθμό ευτυχίας» σ’ αυτούς που δεν το διαθέτουν. Στους φτωχούς. Και το δεδομένο είναι ότι ακόμη και στις κοινωνίες της ευδαιμονίας η φτώχεια πλειοψηφεί καταθλιπτικά, αν το μέτρο της είναι η ψαλίδα της ανισότητας και η συντριπτική αίσθηση της διαφοράς που νιώθει όποιος βρίσκεται στο μέσο όρο της εισοδηματικής κλίμακας. Αυτό είναι ένα κριτήριο αναπόφευκτο για τον πολιτισμό του ανταγωνισμού. Ο Σοπενάρουερ το περιέγραψε εύστοχα, σε μιαν απόπειρα διατύπωσης του νόμου της ευτυχίας: «για να είναι κανείς ευτυχισμένος ή για να παραμείνει ευτυχισμένος υπάρχουν δύο εκδοχές, πρώτον να μειώσει τις προσδοκίες του και δεύτερον ν’ αυξήσει την προσπάθεια». Αν όλοι οι άνθρωποι αποφασίσουν να αισθανθούν ευτυχέστεροι μειώνοντας τις προσδοκίες τους είναι προφανές ότι ο οικονομικός μας πολιτισμός θα καταρρεύσει. Εφ’ όσον όμως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αποφασίσει ν’ αυξάνουν διαρκώς την προσπάθεια, να προσχωρούν στον ανταγωνισμό (κάθε αντίθετη στάση είναι πλέον σχεδόν ποινικό αδίκημα), είναι εξ ίσου προφανές ότι θα πάσχουν από έλλειμμα ευτυχίας. Η οποία θα εξακολουθήσει να ζει, αθεράπευτα τεμπέλα, ξάπλα μόνο στα λεξικά.

Υ.Γ. κ. Γ.Χ. Υποθέτω ότι κάνετε χιούμορ προειδοποιώντας με ότι ενδεχομένως θα με επικηρύξουν οι αγιατολάδες αν ασχοληθώ και με τον «μύθο του Μωάμεθ». Τις 5-6 φορές που έχω ασχοληθεί μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί τίποτε. Να ανησυχώ;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή