Αθεατη Οψη

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται πριν από τις εκλογές, κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά το… κυνήγι» είχε πει κάποτε στους συνδαιτυμόνες του ο Ζορζ Κλεμανσό (1841-1929), Γάλλος πολιτικός που διετέλεσε ως και πρωθυπουργός της χώρας του (και μάλιστα, περισσότερες από μία φορές). Η ρήση αυτή έρχεται στην επικαιρότητα, όχι βεβαίως γιατί επαπειλείται πόλεμος ή τέλειωσε το κυνήγι, αλλά διότι πλησιάζουν οι εκλογές.

Ατυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες οι εκλογικές αντιπαραθέσεις δεν γίνονται πια σε ένα ιδεολογικό πεδίο, αλλά περισσότερο επί θεμάτων οικονομικής διαχείρισης, συχνά με προκάλυμμα κάποιες ιδεολογικές αιχμές. Γι’ αυτό και ο πλέον σίγουρος τρόπος να ψηφοθηρήσει κανείς είναι να φορτώσει τον αντίπαλό του με το κόστος της αναξιοπιστίας στη διαχείριση οικονομικών ζητημάτων αλλά και με τη «ρετσινιά» της αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής.

Και τα δύο αυτά αναδύθηκαν ξεκάθαρα από την πολιτική ρητορική της αντιπολίτευσης τις προηγούμενες ημέρες, για το μεν πρώτο με αφορμή την -κουραστική, πλέον- υπόθεση των ομολόγων και για το δεύτερο με τη χρήση των επισημάνσεων του ΟΟΣΑ περί των διαρθρωτικών αλλαγών που οφείλει -επιτέλους- να τολμήσει η Ελλάδα.

Διότι, είναι σαφές πλέον ότι η όποια λαθροχειρία στις αγοραπωλησίες ομολόγων είναι εστιασμένη και, εν πάση περιπτώσει, σχετικά μικρού μεγέθους. Ομως, η επικοινωνιακή εκμετάλλευση από το ΠΑΣΟΚ και τους μηχανισμούς του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποδείχθηκε τεράστια (όπως τότε που η Εθνική εξαγόραζε τη Finansbank και η κ. Βάσω Παπανδρέου ζητούσε τη… φυλάκιση του διοικητή της ΕΤΕ κ. Αράπογλου. Σήμερα, που η Εθνική στηρίζει πάνω από το 30% των κερδών της στη Finansbank, η κ. Παπανδρέου ασχολείται με τα ομόλογα). Η κάθε μικρολεπτομέρεια, λοιπόν, στην εξέλιξη του ζητήματος των ομολόγων ή ακόμη και η απλή επαναδιατύπωση ήδη γνωστών πτυχών, αποτέλεσαν πρώτης τάξεως αφορμή για αντιπολιτευτικές κορόνες.

Αποτέλεσμα; Νέοι κανόνες επιλογής διοικήσεων στα ασφαλιστικά Ταμεία, έμφαση στην εποπτεία των επενδύσεών τους αλλά -δυστυχώς- και νέοι περιορισμοί στη σύνθεση αυτών των επενδύσεων.

Στον αντίποδα, η κυβέρνηση κατηύθυνε την προσοχή της για περίπου δύο μήνες στο αδιέξοδο αυτό ζήτημα, παραμελώντας άλλες πολιτικές προτεραιότητες αλλά -το χειρότερο- ακυρώνοντας ειλημμένες αποφάσεις απέναντι στον φόβο της έντασης των παθών και της αύξησης του πολιτικού κόστους. Ετσι, δεν γίνεται καμιά κουβέντα για το μέλλον της Ολυμπιακής (που χάνει 300.000 ευρώ ημερησίως), η εκμετάλλευση των λιμένων «πάγωσε», η εφαρμογή των διατάξεων του νέου νόμου για τις ΔΕΚΟ ομοίως, η αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου βαδίζει αργά και αθόρυβα. Υπάρχουν και άλλα, πολλά…

Χαρακτηριστικό δείγμα της επιφύλαξης στην οποία έχει εγκλωβιστεί η κυβέρνηση αποτελεί το σχόλιο του υπουργού Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη στις προτροπές του ΟΟΣΑ: «Η κυβέρνηση δεν προτίθεται να προχωρήσει σε ανατροπές στο ασφαλιστικό ή την αγορά εργασίας πριν την ολοκλήρωση του κοινωνικού διαλόγου», είπε. Ενός διαλόγου, όμως, ο οποίος δεν εξελίσσεται.

Και τι ζήτησε ο ΟΟΣΑ; Την εκλογίκευση ορισμένων κανόνων του ασφαλιστικού και της αγοράς εργασίας προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα, να μειωθεί η ανεργία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Κλαδικές συμβάσεις εργασίας, μείωση ασφαλιστικών εισφορών για τους χαμηλόμισθους, μείωση της αποζημίωσης απόλυσης, κατάργηση των βαρέων και ανθυγιεινών εκτός όσων πράγματι είναι, υπολογισμό των συντάξεων με βάση τις εισφορές όλου του εργασιακού βιου, περιοδική αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής κ.λπ.

Παρεμπιπτόντως, ο ΟΟΣΑ προτρέπει και σ’ ένα ακόμη αυτονόητο, τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μήπως σταματήσει η διαρροή εγκεφάλων (και συναλλάγματος) στο εξωτερικό και αναδυθεί η Ελλάδα μέσα από τον αφόρητο, ασφυκτικό επαρχιωτισμό της.

Για όλα τα παραπάνω, τα σχόλια της αντιπολίτευσης (και πολλών δημοσιογράφων) ήταν καταφανώς αρνητικά, παρακάμπτοντας ηθελημένα την αυξημένη πιθανότητα, κάποια ελληνική κυβέρνηση να αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να τα υλοποιήσει. Αλλά, όταν συμβεί αυτό, θα πρόκειται για την τελευταία στιγμή – ή και λίγο πιο μετά. Τα ελάχιστα συγκριτικά πλεονεκτήματα που υπάρχουν σήμερα θα έχουν κι αυτά εξανεμιστεί τότε αφήνοντας τη χώρα, όπως έχει συνηθίσει να βρίσκεται, μερικές δεκαετίες πίσω από τον ανεπτυγμένο κόσμο.

Κι όλα τούτα γιατί;

Διότι -για να κλείσουμε με μία ακόμα ρήση- «χρειάζονται δύο για να ειπωθεί η αλήθεια – ένας να μιλάει κι ένας άλλος να ακούει» (Χένρι Ντέιβιντ Θορό, 1817 – 1863, Αμερικανός φιλόσοφος). Στην περίπτωσή μας, δυστυχώς, δεν ακούει σχεδόν κανείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή