Στόχος της ΡΑΕ η άρση των στρεβλώσεων

Στόχος της ΡΑΕ η άρση των στρεβλώσεων

9' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας σας, της 20ής Μαΐου 2007, δημοσιεύεται άρθρο του κ. Δ. Χρήστου με τίτλο «Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας: Ολη η εξουσία στους προμηθευτές».

Από το περιεχόμενό του γίνεται αντιληπτό ότι δεν έχει καταστεί απολύτως κατανοητός ο στόχος των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και ο τρόπος που αυτές λειτουργούν σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο. Στόχος που δεν είναι άλλος από το να παρέχονται οι βέλτιστες υπηρεσίες προς τους καταναλωτές, ως προς την ποιότητα και την τιμή τους, μέσω της ανάπτυξης του ανταγωνισμού στην παραγωγή και στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.

Κατά την περίοδο που ολοκληρωμένες επιχειρήσεις -συνήθως κρατικές- προσέφεραν κατά αποκλειστικότητα ηλεκτρική ενέργεια προς τους καταναλωτές, δεν υπήρχε ισχυρό κίνητρο αποτελεσματικού σχεδιασμού.

Ο λόγος

Οι επιχειρήσεις αυτές γνώριζαν ότι και τις αυξομειώσεις των τιμών των καυσίμων και το κόστος των όποιων επενδυτικών αποφάσεών τους, τις αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου οι καταναλωτές, είτε άμεσα μέσω των τιμολογίων, είτε έμμεσα μέσω κρατικών επιδοτήσεων.

Η διεθνής εμπειρία έδειξε ότι ο τρόπος αυτός ανάπτυξης του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας δεν ήταν αποδοτικός, με αποτέλεσμα την παροχή χαμηλού επιπέδου υπηρεσιών αλλά και υψηλού κόστους, λόγω της απουσίας επαρκών κινήτρων για την αποτελεσματική διαχείριση του επιχειρηματικού κινδύνου.

Ο πρόλογος αυτός ελπίζω ότι θα επιτρέψει την ανάγνωση και τον σχολιασμό του δημοσιεύματος υπό άλλο πρίσμα, ώστε να αρθούν ενδεχόμενες παρανοήσεις των προθέσεων της ΡΑΕ.

Η απελευθέρωση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας προωθήθηκε με την Οδηγία 1996/92/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στην εθνική μας νομοθεσία με τον ν. 2773/1999. Η Ε.Ε., εκτιμώντας ότι τα αποτελέσματα της εφαρμογής της πρώτης Οδηγίας δεν ήταν ικανοποιητική, εξέδωσε μετά από συστηματικές διαδικασίες, στις οποίες συμμετείχαν όλες οι χώρες, την Οδηγία 2003/54/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε με τον ν. 3426/2005. Στο μεταξύ, τον Ιούνιο του 2003, ψηφίστηκε ο ν. 3175 με σκοπό να άρει τις αδυναμίες του ν. 2773/1999.

Κρίσιμο στοιχείο για την ανάπτυξη ανταγωνιστικών αγορών αποτελεί η άρση των εμποδίων εισόδου νέων παραγωγών ή προμηθευτών. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η χορήγηση άδειας παραγωγού ή προμηθευτή να εκλαμβάνεται ως παραχώρηση ή παροχή του Κράτους σε επιχειρηματίες. Η αδειοδότηση αποτελεί τη διοικητική πράξη, βάσει της οποίας οι κάτοχοι των αδειών αυτών υποχρεώνονται να συμπεριφέρονται και να δραστηριοποιούνται κατά τις διατάξεις της πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας. Η χορήγηση άδειας παραγωγού δεν δημιουργεί υποχρέωση στον κάτοχό της να προχωρεί σε κατασκευή της μονάδας, εάν εκτιμά ότι δεν εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του εγχειρήματός του.

Είναι γεγονός ότι ο ν. 2773/1999, καθώς και οι σχετικοί Κώδικες, προέβλεπε ότι η λειτουργία της αγοράς πρέπει να στηρίζεται στα διμερή συμβόλαια μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. Επίσης, προέβλεπε δημιουργία χονδρεμπορικής αγοράς για τον οικονομικό προγραμματισμό κατανομής των μονάδων, στον οποίο οι προσφορές των παραγωγών αντιστοιχούσαν στο μεταβλητό τους κόστος. Συνεπώς, ο παραγωγός έπρεπε να έρθει σε επαφή και να συμβληθεί με μεγάλο αριθμό καταναλωτών, και παράλληλα να συμμετέχει στην χονδρεμπορική αγορά εισπράττοντας μόνο το κόστος καυσίμου του, παραμένοντας υποχρεωμένος να ανακτήσει το επενδυμένο κεφάλαιό του από τα ιδιωτικά συμβόλαια με τους πελάτες του.

Η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ

Το σχήμα αυτό ευνοούσε υπέρμετρα τη ΔΕΗ, η οποία είχε ήδη εγκατεστημένες μονάδες, χρηματοδοτημένες με κεφάλαια που είχαν αντληθεί κατά την περίοδο της μονοπωλιακής δραστηριοποίησής της, αλλά και ιδίως τεράστια πελατειακή βάση. Επίσης, η ΔΕΗ έχοντας την αποκλειστική χρήση των λιγνιτικών κοιτασμάτων και των υδάτινων πόρων, κατείχε κρίσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς την προμήθεια και το μείγμα καυσίμων που χρησιμοποιούσε. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν απολύτως λογικό κανένας παραγωγός να μην τολμά να μπει στην αγορά.

Ο νόμος 3175/2003, κατ’ εξουσιοδότηση του οποίου καταρτίστηκε ο Κώδικας Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, προέβλεπε τον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό καθώς και τον Μηχανισμό Διασφάλισης Ισχύος, μέσω του οποίου δίνεται κίνητρο για την εγκατάσταση νέων μονάδων, υψηλής τεχνολογίας, από ανεξάρτητους παραγωγούς ή τη ΔΕΗ, οι οποίες παρουσιάζουν πολύ μικρό αριθμό βλαβών συγκριτικά με τις παλαιές μονάδες της ΔΕΗ.

Οι διαγωνισμοί για την εισαγωγή νέας ισχύος προβλέπονται από το νόμο 3175/2003 και προφανώς δεν είναι «ελληνική πατέντα», αφού αντίστοιχοι μηχανισμοί έχουν υιοθετηθεί και σε άλλες χώρες, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάθε πραγματικά ενδιαφερόμενος.

Κανενός είδους επιδότηση

Οι διαγωνισμοί αυτοί, ο πρώτος των οποίων είναι ήδη σε εξέλιξη, δεν προβλέπουν κανενός είδους επιδότηση. Παρέχουν εγγυημένο ελάχιστο έσοδο από τη συμμετοχή στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό, για το 70% της ισχύος της μονάδας, το οποίο επί της ουσίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου, και όχι ως τρόπος αύξησης εσόδων. Η προσεκτική ανάγνωση των όρων του διαγωνισμού καθώς και του πλαισίου στο οποίο θα λειτουργεί η μονάδα παραγωγής που θα κερδίσει το διαγωνισμό, επιτρέπει στον νηφάλιο αναλυτή να διαπιστώσει ότι η μονάδα αυτή δεν έχει κανένα κίνητρο να κάνει χρήση του εγγυημένου εσόδου. Αντιθέτως, θα έχει κίνητρο να συμμετάσχει όσον το δυνατό πιο αποτελεσματικά στη χονδρεμπορική αγορά, αφού από εκεί μόνο θα μπορεί να αποκομίσει κέρδη. Εάν αναγκαστεί να καταφύγει στο εγγυημένο έσοδο του ΔΕΣΜΗΕ, αυτό θα σημαίνει ότι όχι απλώς δεν βγάζει κέρδος, αλλά δεν διασφαλίζει ούτε τη βιωσιμότητά της.

Η δεύτερη «πατέντα», η μεθοδολογία υπολογισμού της Οριακής Τιμής του Συστήματος (ΟΤΣ), περιγράφεται με σαφήνεια στις διατάξεις του Κώδικα. Είναι σαφές ότι η ΟΤΣ υπολογίζεται, και προφανέστατα δεν ορίζεται ή αποφασίζεται ή τίθεται από κάποιον.

Είναι γεγονός ότι με την εφαρμογή της απόφασης της ΡΑΕ του Ιανουαρίου 2006, παρατηρήθηκε σχετική αύξηση της ΟΤΣ. Αυτό όμως συνέβη λόγω της ορθής εφαρμογής του τρόπου υπολογισμού της ΟΤΣ που καθορίζεται στον Κώδικα, ο οποίος εγκρίθηκε από τον υπουργό Ανάπτυξης τον Μάιο του 2005 ύστερα από δημόσια διαβούλευση τουλάχιστον 2 ετών, στην οποία μάλιστα κανένας από τους όψιμους επικριτές δεν εξέφρασε αντίθετη άποψη στο συγκεκριμένο θέμα.

Η διαμόρφωση της ΟΤΣ

Ο τρόπος με τον οποίο υπολογιζόταν η ΟΤΣ μέχρι τότε στρέβλωνε την πραγματική εικόνα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγμα, ενώ υπάρχει σχετική έλλειψη ισχύος παραγωγής, οι τιμές διαμορφώνονταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ωσάν να υπήρχε πλεόνασμα ισχύος! Με την είσοδο του πρώτου παραγωγού, πέραν της ΔΕΗ, ήταν πλέον επιβεβλημένη η άρση της στρέβλωσης αυτής.

Η ΟΤΣ διαμορφώνεται σε ωριαία βάση, λαμβάνοντας με μεθοδικό και επιστημονικό τρόπο υπόψη τις χρονικά διαφοροποιημένες συνθήκες λειτουργίας του Συστήματος, των μονάδων παραγωγής και των διασυνδέσεων. Η αναφορά σας ότι η ΟΤΣ εκτοξεύθηκε από τα 42,5 ευρώ/ΜWh στα 57 ευρώ/ΜWh, βασίζεται προφανώς σε επιλεκτική επιλογή στοιχείων, τα οποία σε κάθε περίπτωση είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΔΕΣΜΗΕ. Για παράδειγμα, και τον Νοέμβριο του 2005, πριν από την απόφαση της ΡΑΕ, η τιμή είχε διαμορφωθεί στα 69 ευρώ/ΜWh. Αντίστοιχα τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2006 έπεσε στα 42 ευρώ/ΜWh.

Η λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπει ορθώς ότι οι φθηνότεροι παραγωγοί εγχέουν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν και οι προμηθευτές την αγοράζουν. Η ΔΕΗ δεν είναι υποχρεωμένη να αγοράζει την ενέργεια που παράγουν οι ιδιώτες, παρά μόνο στην περίπτωση που οι ιδιώτες αυτοί πωλούν την ενέργειά τους σε χαμηλότερη τιμή από το κόστος που θα είχε η ίδια η ΔΕΗ εάν παρήγαγε τις ίδιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από τις δικές της μονάδες. Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα επιβολής στρεβλώσεων στην αγορά άλλα άρσης αυτών, και αποδοτικότερης λειτουργίας μέσω αυτής της ίδιας της ΔΕΗ.

Η περιορισμένη διακύμανση

Οσον αφορά την παρατήρηση ότι έπαψε να υπάρχει ουσιαστική διακύμανση της ΟΤΣ ανάλογα με τα φορτία, κάτι που συνιστά «πανευρωπαϊκή ευρεσιτεχνία», αφού μάλιστα η ωριαία τιμή του ιταλικού συστήματος παρουσιάζει διακύμανση 320% μεταξύ ανώτατης και κατώτατης, έναντι «μηδενικής» της «ελληνικής πατέντας», εφιστούμε την προσοχή σας στο γεγονός ότι στην Ιταλική Αγορά οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 15 και 160 ευρώ/ΜWh. Αντιθέτως, «πανευρωπαϊκή ευρεσιτεχνία», προφανής και στους μη ειδικούς, θα ήταν η ΟΤΣ να ικανοποιεί ταυτοχρόνως όλες τις απαιτήσεις του συντάκτη σας: να παρουσιάζει «λογική τιμή» περί τα 42,5 ευρώ/ΜWh, χωρίς να αυξάνεται ιδιαίτερα κατά τις ώρες αιχμής, και ταυτόχρονα να έχει μεγάλες διακυμάνσεις!

Το γεγονός της περιορισμένης διακύμανσης της τιμής ΟΤΣ κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου εντοπίζεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι τεχνικής φύσεως και εντοπίζεται στο γεγονός ότι μέχρι τον Μάρτιο του 2007, λόγω καθυστερήσεων στην ανάπτυξη της κατάλληλης υποδομής του ΔΕΣΜΗΕ, οι μονάδες υποχρεούνταν να υποβάλλουν προσφορές με ενιαία τιμή για όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου. Ο δεύτερος λόγος -ενδεχομένως και ο ουσιαστικότερος- είναι ότι σε αγορές που δραστηριοποιούνται μόνο δύο εταιρείες, η μία με 70 μονάδες παραγωγής και η άλλη με μία (1), είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πρώτη έχει πρακτικά τη δυνατότητα να καθορίζει την ΟΤΣ στη συντριπτική πλειοψηφία των ωρών, με τρόπο που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της, ουσιαστικά ή επικοινωνιακά.

Εντύπωση προκαλεί η αντιπαραβολή της «τεχνητά υψηλής ΟΤΣ» έναντι της «λογικής ΟΤΣ που είχε καθοριστεί πριν». Με ποια κριτήρια καθορίζεται η λογική ΟΤΣ;

Οι αποδόσεις των μονάδων

Με τις τρέχουσες τιμές των καυσίμων, μια αποδοτική μονάδα φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου, έχει κόστος καυσίμου περί τα 50-52 ευρώ ανά MWh ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει. Επίσης, κάνοντας κάποιες εύλογες υποθέσεις ως προς αναμενόμενες αποδόσεις και την ετήσια λειτουργία της μονάδας, υπολογίζεται ότι απαιτούνται περί τα 18 ευρώ/ΜWh για την ανάκτηση του κεφαλαιουχικού και του σταθερού λειτουργικού κόστους. Μέρος του κόστους αυτού ανακτάται μέσω του Μηχανισμού Διαθεσιμότητας Ισχύος, όπως αυτός προβλέπεται στον Κώδικα, ενώ το υπόλοιπο πρέπει να ανακτηθεί από τη συμμετοχή στην αγορά. Μια τέτοια μονάδα, όπως το Λαύριο 5 της ΔΕΗ, θα πρέπει να λαμβάνει τουλάχιστον 60-65 ευρώ/ΜWh, ώστε να είναι αυτόνομα βιώσιμη. Εάν δεν λαμβάνει αυτές τις τιμές, αλλά παρ’ όλα αυτά επιβιώνει, τότε θα έπρεπε να διερευνηθεί ο τρόπος που αυτό επιτυγχάνεται. Προς ενημέρωσή σας αναφέρεται ότι η μονάδα της ΗΡΩΝ Θερμοηλεκτρική δεν συμμετέχει στη διαμόρφωση της ΟΤΣ λόγω του ότι λειτουργεί ως συμβεβλημένη μονάδα του ΔΕΣΜΗΕ, και πληρώνεται με βάση τη σύμβασή της.

Αναφορικά με το γεγονός ότι μέχρι πρότινος υπήρχε κάποια μικρή δραστηριοποίηση προμηθευτών, οι οποίοι μέσω εισαγωγών πραγματοποιούσαν κάποιες συναλλαγές με τελικούς καταναλωτές, επισημαίνουμε ότι η διαμόρφωση της ενεργειακής αγοράς στη Βαλκανική έχει αλλάξει σημαντικά και ο επιχειρηματικός κίνδυνος είναι πλέον υψηλός για τους προμηθευτές αυτούς. Το να εκτιμά κανείς ότι μέσω των εισαγωγών θα μπορούσε να δημιουργηθεί ανταγωνισμός στην προμήθεια ενέργειας είναι πρακτικά αβάσιμο. Οταν δραστηριοποιούνταν οι προμηθευτές αυτοί, χρησιμοποιούσαν περίπου τα 200-250 MW της χωρητικότητας των διασυνδέσεων από τα συνολικά 600 MW, και τα υπόλοιπα εκχωρούνταν προνομιακά στη ΔΕΗ, εκχώρηση που δεν μπορεί πλέον να γίνεται βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών. Η μέγιστη ποσότητα ενέργειας, η οποία θα μπορούσε να εισάγεται από τρίτους, θα αντιστοιχούσε στο 10% της συνολικής καταναλισκόμενης ενέργειας. Δηλαδή, η ΔΕΗ αντί να προμηθεύει το 99% του φορτίου, όπως σήμερα, θα εξυπηρετούσε το λιγότερο το 90%, δεχόμενη περιορισμένο ανταγωνισμό μόνον από εισαγωγείς. Χωρίς να υποβαθμίζεται ο ρόλος που μπορούν να έχουν οι διεθνείς διασυνδέσεις της χώρας, η εικόνα αυτή προφανώς δεν είναι το ζητούμενο αποτέλεσμα από τη διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα τιμολόγια της ΔΕΗ

Τέλος, αναφορικά με τα τιμολόγια της ΔΕΗ Α.Ε. σημειώνεται ότι παραμένουν υπό ρύθμιση για όσο διάστημα η ΔΕΗ Α.Ε. κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο του 70% της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Τα βιομηχανικά τιμολόγια, ιδιαιτέρως στην υψηλή τάση, είναι χαμηλά. Αντιθέτως, το μέσο έσοδο της ΔΕΗ Α.Ε. το 2006 από τον οικιακό τομέα, εάν εξαιρεθούν τα τιμολόγια πολυτέκνων καθώς και των κατά 80% φθηνότερων τιμολογίων που απολαμβάνουν οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι της ΔΕΗ, κυμάνθηκε περί τα 100 ευρώ/ΜWh. Αντίστοιχα, τα εμπορικά τιμολόγια κυμαίνονται από 85 ευρώ/ΜWh στη μέση τάση έως 115 ευρώ/ΜWh στη χαμηλή τάση. Το μέσο έσοδο της ΔΕΗ Α.Ε. συνολικά κυμάνθηκε στα 87ευρώ/ΜWh.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπό το πρίσμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το ζήτημα της απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς περνά από πολλά στάδια ωρίμασης, ώσπου να φτάσει σε επίπεδο που τα αποτελέσματα αυτής να είναι ορατά στο μικρότερο καταναλωτή. Στη χώρα μας έχουμε πολύ περιορισμένη εμπειρία από τη λειτουργία αγορών στις οποίες συναλλάσσονται προϊόντα που μέχρι πρότινος θωρούνταν δημόσια αγαθά. Για το λόγο αυτό, τα βήματα που γίνονται είναι μικρά, αλλά αποσκοπούν στην ομαλή μετάβαση στις νέες συνθήκες και ταυτοχρόνως στην κατανόηση των μηχανισμών της αγοράς από όλους τους εμπλεκομένους, ώστε το νέο περιβάλλον να λειτουργήσει αποδοτικά για όλους και κυρίως για τους καταναλωτές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή