Αθεατη Οψη

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι αντιρρήσεις της Δύσης και περισσότερο των Ηνωμένων Πολιτειών για το στυλ με το οποίο κυβερνά ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν αποτελούν μυστικό. Τουλάχιστον τα τελευταία δύο χρόνια καυτηριάζεται με δυσφορία το «δημοκρατικό έλλειμμα» στη Ρωσία, ενώ τις τελευταίες εβδομάδες η κριτική έχει περάσει και στον ευρωπαϊκό Τύπο, κυρίως στο τμήμα εκείνο που επηρεάζεται από τις αμερικανικές θέσεις.

Ομως, όπως παραδέχονται σε ένα μικρό άρθρο τους οι Financial Times, η παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα αδιαφορεί για τις λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικές πολιτικές επιλογές του προέδρου Πούτιν. Οι επενδυτές δηλώνουν έτοιμοι να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στη Ρωσία, η οποία έχει ήδη σωρευμένες ξένες επενδύσεις που φθάνουν τα 150 δισ. δολάρια. Και τούτο γιατί ακολουθούν την πεπατημένη στην οικονομία: Επενδύουν εκεί όπου υπάρχει ανάπτυξη, μακροοικονομική σταθερότητα και γνώση των κανόνων του παιχνιδιού. Και, προφανώς, όλα αυτά τα προσωποποιεί ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την ελληνική οικονομια. Η προσήλωση του πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ κ. Κώστα Σημίτη στις κατευθυντήριες γραμμές της ΟΝΕ (έστω και με τις γνωστές… αβαρίες) και η συνέχεια της δημοσιονομικής τακτοποίησης που έφερε η παρούσα κυβέρνηση του κ. Κώστα Καραμανλή δημιούργησαν το υπόβαθρο για το «ξύπνημα» της ελληνικής επιχειρηματικότητας αλλά και του ενδιαφέροντος των ξένων επενδυτών.

Μάλιστα, όπως φαίνεται, ακόμη και στην προεκλογική περίοδο όπως εξελίσσεται για την ώρα, η επιχειρηματικότητα παραμένει αδιάφορη για την πολιτική ρητορική και συνεχίζει ακάθεκτη προς την ανάπτυξή της. Οι εξαγωγές αυξάνονται, όπως και η βιομηχανική παραγωγή, ο αριθμός των νεοϊδρυόμενων εταιρειών είναι επιτέλους μεγαλύτερος από εκείνον των εταιρειών που κλείνουν, ελληνικές επιχειρήσεις προσελκύουν το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών (τρανά παραδείγματα η ΤΙΜ που έγινε πλέον Wind υπό νέα ιδιοκτησία, που τώρα ορέγεται και το υπόλοιπο 50% της Tellas, αλλά και η αεροπορική Aegean που έγινε στόχος ξένων επενδυτικών κεφαλαίων). Ταυτόχρονα, το χρηματιστήριο ενισχύεται σταθερά και με ποιοτικούς όρους, καθώς πλέον το 50,23% της κεφαλαιοποίησής του ανήκει σε ξένους επενδυτές.

Ωστόσο, ενώ οι αριθμοί ευημερούν, οι Ελληνες πολίτες σε σημαντικό βαθμό υποφέρουν. Ο αριθμός των ατόμων που στατιστικά βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας είναι περίπου δύο εκατομμύρια. Η δε ανεργία μπορεί μεν να βαίνει μειούμενη, αλλά βρίσκεται ακόμα πέριξ του 9%, ποσοστό ουδόλως ευκαταφρόνητο. Αποτέλεσμα της οικονομικής στενότητας των νοικοκυριών είναι ότι ο τζίρος των καταστημάτων μειώνεται, δημιουργώντας έτσι έναν νέο κύκλο οικονομικής δυσπραγίας και ούτω καθεξής.

Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα πέρασε από την ευφορία της χρηματιστηριακής τρέλας, που κορυφώθηκε το 1999 στην προετοιμασία για την Ολυμπιάδα του 2004, σχετικά ανώδυνα. Αργότερα, όταν τα πράγματα σοβάρεψαν, εκτινάχθηκε ο δανεισμός. Τα καταναλωτικά δάνεια έφθασαν πια στα 26,5 δισ. ευρώ, τα στεγαστικά 56,2 δισ. (από μια άλλη πλευρά… ευτυχώς, καθώς η οικοδομική δραστηριότητα συγκράτησε ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής πλούτου στη χώρα), ενώ τα επιχειρηματικά δάνεια που είναι ένας σημαντικός δείκτης οικονομικής ανάπτυξης, αυξήθηκαν μεν στα 79,2 δισ. ευρώ αλλά υπολείπονται του συνόλου των δύο άλλων κατηγοριών δανείων (82,7 δισ.) για πρώτη φορά.

Και τώρα που ο δανεισμός αρχίζει να φθάνει σε επίπεδα κορεσμού, η ανάγκη σπρώχνει τους Ελληνες να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους όχι πια με την ευκολία της «αρπαχτής» αλλά με έναν πολύ πιο σίγουρο τόπο, την εργασία.

Η ευκαιρία είναι εξαιρετική. Οσο η κυβέρνηση επιμένει -και φαίνεται ότι έχει αποφασίσει και στο μέλλον να συνεχίσει να επιμένει- στην πολιτική της σταδιακής εφαρμογής μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών μέτρων με βάση ένα πρόγραμμα γνωστό σε όλους τους παραγωγικούς και κοινωνικούς παίκτες, τόσο η οικονομική δραστηριότητα θα ενισχύεται φέρνοντας τα ανάλογα οφέλη στις τσέπες των πολιτών. Μάλιστα, η ανάπτυξη αυτού του είδους εξασφαλίζει ικανοποιητικό οικονομικό επίπεδο στα νοικοκυριά με τον χαμηλότερο δυνατό βαθμό ρίσκου.

Αλλά υπάρχει και ο κίνδυνος. Η πόλωση που -αναμενόμενα- δημιουργεί η αντιπολίτευση ενόψει εκλογών μπορεί να δημιουργήσει κύμα αιτημάτων από τις κοινωνικές ομάδες, με αποτέλεσμα να «λυγίσει» την αντίσταση της κυβέρνησης σε παροχές. Τότε το μήνυμα προς τους παράγοντες της οικονομίας θα ανατραπεί και μαζί του θα χαθεί και η ευκαιρία. Εκτός κι αν οι ίδιοι οι πολίτες αρνηθούν να «τσιμπήσουν» το λαϊκίστικο δόλωμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή