Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο της ανοικοδόμησης της χώρας, ήτο κοινώς αποδεκτό ότι η οικοδομή και οι κατασκευές γενικότερα αποτελούσαν την ατμομηχανή της οικονομίας. Αργότερα ήρθε η εκβιομηχάνιση και τελευταία, ιδίως μετά το 1980, ενεφανίσθη ο τουρισμός, ως η νέα πλουτοπαραγωγική πηγή, η ανάπτυξη της οποίας και θα έλυνε ως διά μαγείας όλα τα προβλήματα του τόπου. Εάν λάβουμε όμως υπόψη μας ότι ο τομέας της ενέργειας είναι υπεύθυνος σήμερα για σχεδόν το 14% του ΑΕΠ, ενώ η ίδια η ενέργεια μέσω των διαφόρων μορφών της (ηλεκτρισμός, πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) αποτελεί τον πλέον κρίσιμο παράγοντα για τη λειτουργία και ανάπτυξη της οικονομίας, ο ρόλος της είναι γενικά υποεκτιμημένος όπως και οι επενδυτικές και παραγωγικές δυνατότητες που συνδέονται με αυτήν. Υπό αυτή την έννοια οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν μελετήσει και αναλύσει επαρκώς τις τεράστιες δυνατότητες που περικλείει ο τομέας της ενέργειας ως μία βασική πλουτοπαραγωγική πηγή, σε αντίθεση με τη σημερινή θεώρηση που αντιμετωπίζει την ενέργεια απλώς ως ένα απαραίτητο μέσο, ακόμη και ως αναγκαίο κακό, από περιβαλλοντικής πλευράς.
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως την περίοδο της μεταπολίτευσης, μία στρεβλή αντίληψη για τον τρόπο που παράγουμε και χρησιμοποιούμε την ενέργεια οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές όσο αφορά τους παραγωγικούς άξονες της οικονομίας μας, έτσι που σήμερα σχεδόν αποκλειστικά να έχει δοθεί έμφαση και προτεραιότητα (σχεδόν με αποκλεισμό όλων των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων) στον τουρισμό και ακολούθως στις κατασκευές και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να αγνοούνται άλλοι ουσιαστικοί και εξίσου σημαντικοί τομείς όπως οι υπηρεσίες (πληροφορική, λογιστική, μελέτες), δηλαδή η Κοινωνία της Γνώσης, αλλά και ο μεταλλευτικός και ενεργειακός κλάδος. Κι όμως η Ελλάδα αναπροσαρμόζοντας τις προτεραιότητές της θα μπορούσε άνετα ν’ αναπτύξει παράλληλα του τομείς των υπηρεσιών και της ενέργειας καθιστώντας τους σοβαρούς πόλους έλξης επενδύσεων και απασχόλησης.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα εξαρτάται περίπου κατά 70% από εισαγόμενα καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, κάρβουνο). Ομως η χώρα μας διαθέτει πολύ σοβαρούς εγχώριους ενεργειακούς πόρους (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιγνίτες, ΑΠΕ), έτσι που με την κατάλληλη στρατηγική όχι μόνο να καλύπτει πλήρως την εγχώρια ενεργειακή ζήτηση αλλά να μπορεί να μετατραπεί σε ένα καθαρό εξαγωγέα ενέργειας. Η γεωμορφολογία και η ενεργειακή γεωγραφία της χώρας είναι απόλυτα θετικές ως προς την εντατική αξιοποίηση του μεγάλου ενεργειακού δυναμικού της.
Ασφαλώς και δεν αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός το γεγονός ότι τη δεκαετία 1980-1990 η Ελλάδα παρήγαγε κατά μέσον όρο 30.000 βαρέλια πετρελαίου και φυσικού αερίου την ημέρα (από το γνωστό κοίτασμα του Πρίνου) και εκάλυπτε περίπου το 18-20% των ενεργειακών της αναγκών. Η παραγωγή δε αυτή θα αυξάνετο περαιτέρω και σήμερα θα είχε ενδεχομένως δεκαπλασιαστεί, εάν δεν εμποδίζεται η τότε κοινοπραξία, που είχε την ευθύνη της παραγωγής, από το να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες έρευνες και εάν η κυβέρνηση (το 1998) εν μία νυκτί δεν κατέλυε τον ερευνητικό βραχίωνα της πάλαι ποτέ ΔΕΠ.
Ασφαλώς και δεν αποτελεί μύθο η ύπαρξη βεβαιωμένων κοιτασμάτων πετρελαίου και φ. αερίου στο Κατάκολο, στους Παξούς, στη Ζάκυνθο, την Επανομή και τη Θάσο για ν’ αναφερθούμε μόνο σε ορισμένες πετρελαιοπιθανές τοποθεσίες της χώρας. Συντηρητικές εκτιμήσεις τοποθετούν το πετρελαιοπιθανό δυναμικό της χώρας στα 2 δισεκ. βαρέλια πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ασφαλώς και δεν πρόκειται περί στατιστικής απάτης το γεγονός ότι το 70% περίπου των αναγκών ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας καλύπτεται από εγχώριες ενεργειακές πηγές (λιγνίτης, υδατοπτώσεις, ΑΠΕ) ενώ μπορεί να υπάρξει 100% κάλυψη ή και 120% κατά το πρότυπο της Δανίας.
Ασφαλώς και δεν οφείλεται σε διαδόσεις το γεγονός ότι στην Ελλάδα σήμερα, ένα μικρό αλλά αξιόλογο ποσοστό της ενεργειακής κατανάλωσης καλύπτεται από την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας, όπου ανθεί μία βιομηχανία παραγωγής υψηλών προδιαγραφών ηλιακών θερμικών συστημάτων, η οποία συντηρεί 3.500 θέσεις εργασίες με αυξητικές τάσεις, με το 50% της παραγωγής της να εξάγεται εντός και εκτός Ευρώπης. Αξίζει δε ν’ αναφερθεί ότι οι λειτουργούσες σήμερα 1.5 εκ. ηλιακές εγκαταστάσεις αντιστοιχούν σε 1.000 MW ηλεκτρικής ισχύος.
Ασφαλώς και δεν αποτελεί οπτασία η εγκατάσταση κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 150-200 MW αιολικών και μικρών υδροηλεκτρικών συστημάτων. Ενα μέγεθος που θα μπορούσε να είναι πολλαπλάσιο, εάν δεν υπήρχε η απαράδεκτη γραφειοκρατία και παράλληλα ακολουθείτο μία διαφορετική πολιτική με την παράλληλη ανάπτυξη μιας σημαντικής εγχώριας βιομηχανικής δραστηριότητας. Και άλλες πολλές ενεργειακές παραγωγικές δυνατότητες διαθέτει η χώρα μας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είναι πολύ πλούσια τόσο σε συμβατικές πηγές ενέργειας (λιγνίτης, ουράνιο, πετρέλαιο, φυσικό αέριο) όσο και σε ανανεώσιμες, δηλαδή ηλιακή και αιολική ενέργεια, γεωθερμία, υδατοπτώσεις, βιομάζα ως και κυματική ενέργεια με πραγματικά τεράστιες δυνατότητες αξιοποίησης των.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΕΝΕ μέσα στα επόμενα χρόνια (2007-2011) πρόκειται να επενδυθούν συνολικά 10,5 – 11 δισ. ευρώ σε ένα ευρύ φάσμα ενεργειακών έργων στη χώρα τόσο από ιδιώτες επενδυτές, Ελληνες και ξένους, όσο και από εταιρίες δημοσίου συμφέροντος. Πιο συγκεκριμένα για νέες μεγάλες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες και έργα στον ηλεκτρικό τομέα θα επενδυθούν 3,9 δισ. ευρώ, για την κατασκευή νέων αγωγών και δικτύων φυσικού αερίου 1,1 δισ. ευρώ, για επέκταση διυλιστικών μονάδων, δίκτυα εμπορίας, και έρευνα και παραγωγή 1,6 δισ. ευρώ και για την ανάπτυξη των ΑΠΕ (Αιολικά, Φωτοβολταϊκά κλπ) 4 δισ. Για λόγους σύγκρισης ν’ αναφέρουμε ότι οι προβλεπόμενες επενδύσεις στον τουριστικό τομέα την ίδια περίοδο είναι της ίδια τάξης μεγέθους αν όχι μικρότερης. Μία σοβαρή ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα και των αντίστοιχων υποδομών δεν αντιβαίνει ούτε ανταγωνίζεται απαραιτήτως μίας καλώς νοούμενη τουριστική ανάπτυξη που σέβεται και αναβαθμίζει το περιβάλλον.
Μάλιστα οι περισσότερες ενεργειακές δραστηριότητες σπανίως εφάπτονται γεωγραφικά με τουριστικές περιοχές. Εξάλλου, υπάρχει νομοθεσία που καθορίζει με αυστηρότητα τους όρους λειτουργίας ενεργειακών μονάδων και μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος.