Πριν από περίπου δύο εβδομάδες (3/8) στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στον Εβρο, πραγματοποιήθηκε μια μικρή τελετή επ’ ευκαιρία της ένωσης των δικτύων φυσικού αερίου Ελλάδος – Τουρκίας. Στην εκδήλωση παρέστησαν ο υπουργός Ανάπτυξης Δημήτρης Σιούφας και ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Μεχμέτ Χιλμί Γκιουλέρ. Οι δηλώσεις των δύο υπουργών, που ήσαν ιδιαίτερα θερμές, εξεθείασαν τα σημαντικά οφέλη από την ελληνοτουρκική συνεργασία στον ενεργειακό τομέα.
Η ενοποίηση των δύο δικτύων αποτελεί το πρώτο βήμα για την υλοποίηση της τριμερούς συμφωνίας Τουρκίας – Ελλάδας – Ιταλίας για τη δημιουργία ενός ενιαίου δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ασία προς την Ευρώπη. Αργότερα, εντός του Αυγούστου, θα ξεκινήσει και η ροή φυσικού αερίου από την Τουρκία προς το ελληνικό δίκτυο της ΔΕΣΦΑ.
Πέρα από το έργο διασύνδεσης των δικτύων φυσικού αερίου των δύο χωρών και των δυνατοτήτων που δημιουργούνται για τη μεταφορά σοβαρών ποσοτήτων αερίου προς τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, μέσω Ιταλίας, η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, και της Θράκης ιδιαιτέρως, αποκτά μια επιπλέον σημασία από γεωπολιτικής άποψης, καθ’ ότι ήδη λειτουργεί ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ των δικτύων Ελλάδας – Τουρκίας, η οποία και θ’ αναβαθμιστεί στα 400 KV από τις αρχές του 2008. Από τον ίδιο γεωγραφικό χώρο πρόκειται να διέλθει και ο πολυθρύλητος ελληνοβουλγαρικός αγωγός πετρελαίου.
Το μεν πετρέλαιο θα είναι κυρίως ρωσικό και καζαχικό και θα μεταφέρεται μέσω αγωγού από το βουλγαρικό λιμένα του Μπουργκάς στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης για εξαγωγές, το δε φυσικό αέριο που θα μεταφέρεται μέσω Τουρκίας θα προέρχεται τόσο από δικά της όσο και από ρωσικά και ιρανικά αποθέματα και σε πρώτη φάση θα διοχετεύεται στην ελληνική αγορά (μέχρι 0,75 BCMs κατ’ έτος).
Ως γνωστόν μελετάται από την κοινοπραξία ΔΕΠΑ-Εdison η επέκταση του αγωγού αυτού προς δυσμάς μέχρι τη νότια Ιταλία. Σχετική συμφωνία μεταξύ Ελλάδος, Ιταλίας και Τουρκίας υπεγράφη στη Ρώμη (26/7/07). Παράλληλα μελετάται η κατασκευή ενός ακόμη ανεξάρτητου αγωγού φυσικού αερίου, ελβετικών συμφερόντων, γνωστού ως TAP, που θα μεταφέρει ρωσικό και ιρανικό αέριο μέσω Ελλάδος και Αλβανίας προς την Ιταλία. Η συγκέντρωση αίφνης και η διαμετακόμιση σοβαρών ποσοτήτων πετρελαίου και αερίου μέσα από τη Θράκη ενισχύουν τη γεωπολιτική της θέση και την καθιστούν αναπόφευκτα έναν σημαντικό περιφερειακό ενεργειακό άξονα.
Ομως, η ευρύτερη περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης δεν έχει ενεργειακή σημασία μόνο λόγω του Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη και του ελληνοτουρκικού αγωγού αερίου, αλλά διότι από μόνη της διαθέτει εκτενή ενεργειακά κοιτάσματα, όπως λιγνίτες (περιοχή Δράμας), ουράνιο (κοίτασμα Παρανεστίου), υδρογονάνθρακες (κοίτασμα Πρίνου και Θρακικό Πέλαγος) αλλά και υψηλό δυναμικό αιολικής, ηλιακής και γεωθερμικής ενέργειας. Ηδη λειτουργούν αρκετά αιολικά πάρκα στην περιοχή του Κέχρου, πλησίον των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, σημερινής εγκατεστημένης ισχύος 200 MW με δυνατότητα κατασκευής άλλων 200 MW, ενώ υπάρχουν πολλά ανεκμετάλλευτα γεωθερμικά πεδία κατάλληλα για γεωργικές εφαρμογές αλλά και παραγωγή ηλεκτρισμού.
Το υποθαλάσσιο κοίτασμα του Πρίνου ανοικτά της Θάσου, το οποίο ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του ’70 και ξεκίνησε την παραγωγή του από το 1981, έχει μέχρι στιγμής αποδώσει 110 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου, ενώ από έρευνες που έχουν γίνει δυτικά της Θάσου μέσα στην περιοχή παραχώρησης της Kavalla Oil, της εταιρείας που εκμεταλλεύεται σήμερα τα πετρέλαια της περιοχής, προκύπτει ότι υπάρχουν βεβαιωμένα κοιτάσματα, τα οποία αν γίνουν οι κατάλληλες επενδύσεις, μπορούν να προσφέρουν τουλάχιστον άλλα 100 εκατομμύρια βαρέλια ή και περισσότερα. Αξιόλογες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου υπάρχουν επιπλέον σε διάφορες τοποθεσίες στο Θρακικό Πέλαγος, εντός και εκτός των χωρικών υδάτων, οι οποίες θα μένουν ανεκμετάλλευτες όσο δεν υπάρχει αρμόδιος κρατικός φορέας που θ’ αναλάβει την αδειοδότηση και το συντονισμό των ερευνών. Και όσο ασφαλώς δεν υπάρχει η πολιτική βούληση και η ανάλογη στρατηγική σε εθνικό επίπεδο για την αξιοποίηση του ανεξερεύνητου εν πολλοίς πετρελαϊκού δυναμικού της χώρας.
Η περιοχή της Α. Μακεδονίας και Θράκης εκτός από τα σημαντικά και ποικίλα κοιτάσματα ενεργειακών πρώτων υλών παρουσιάζει αξιόλογο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά τα κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων. Είναι γνωστή εδώ και χρόνια η ύπαρξη του σημαντικού κοιτάσματος λιγνίτη και τύρφης στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας. Ισως είναι λιγότερο γνωστή η ύπαρξη κοιτασμάτων ουρανίου σε περιοχές της Α. Μακεδονίας, με πιο αναγνωρίσιμο το κοίτασμα στην περιοχή του Παρανεστίου Δράμας, το οποίο αν και περιορισμένο σε όγκο, μετατρέπεται σε πρώτης ποιότητος μετάλλευμα (yellow cake) κατάλληλο για εξαγωγές για την παραγωγή σχάσιμου υλικού (μικρή πιλοτική μονάδα που πιστοποιεί τα ανωτέρω λειτουργούσε την περίοδο 1985-1988).
Το τεράστιο κοίτασμα λιγνίτη της Δράμας με απολήψιμο απόθεμα ύψους 1.000 εκατ. τόνων (γεωλογικό απόθεμα 1.500 εκατ. τόνοι) και καλές συνθήκες εκμεταλλευσιμότητας μπορεί να στηρίξει 3-4 μονάδες ηλεκτροπαραγωγής των 300 MW η κάθε μία. Εδώ ακόμη βρίσκεται το πολύ μεγάλο κοίτασμα τύρφης των Φιλίππων με απόθεμα 4.300 εκατομμύρια κυβ. μέτρων, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για ηλεκτροπαραγωγή όσο και για πολλές εξωηλεκτρικές εφαρμογές (ήδη γίνεται μικρής κλίμακας αξιοποίηση της τύρφης σε γεωργικά λιπάσματα).
Η αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από πετρέλαιο και φυσικό αέριο κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη της αξιοποίησης των παραπάνω πολύ αξιόλογων κοιτασμάτων λιγνίτη και τύρφης. Οι τεχνολογίες για τον περιορισμό στο ελάχιστο των εκπομπών αερίων κατά την καύση του λιγνίτη υπάρχουν και είναι εμπορικά διαθέσιμες. Βέβαια, με τους περιορισμούς για μείωση του CO2 που ήδη ισχύουν στην Ε.Ε., οι όποιες επενδύσεις θα πρέπει να γίνουν με γνώμονα την κατακράτηση των ρύπων, διαδικασία η οποία ανεβάζει σημαντικά το κόστος της επένδυσης. Απομένει στη ΔΕΗ και τις άλλες εταιρείες ηλεκτρισμού να κάνουν τις αναγκαίες επενδύσεις ώστε και το κοίτασμα να αξιοποιηθεί σωστά και το περιβάλλον να υποστεί τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση.
Η συγκέντρωση στην περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και διαφορετικών και υψηλού δυναμικού ενεργειακών πηγών καθιστούν την περιοχή αυτή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όχι μόνο για το αναξιοποίητο ενεργειακό της δυναμικό αλλά και από γεωπολιτικής πλευράς. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η περιοχή έχει τη δυνατότητα ν’ αναδειχθεί η νέα ενεργειακή πύλη της Ελλάδας, αφού μέσω αυτής σύντομα θα διέρχονται αξιόλογες ενεργειακές ροές. Ομως, αυτό που εμφανώς απουσιάζει και ίσως σταθεί πραγματικό εμπόδιο για μια αποτελεσματική ενεργειακή ανάπτυξη της περιοχής είναι ένας ολοκληρωμένος μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός, που θα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τις ιδιαίτερες γεωγραφικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους ώστε να οδηγήσει σε μια ισόρροπη κατανομή και εκμετάλλευση του ενεργειακού δυναμικού σε βάθος χρόνου.
Ιδιαίτερα για την περιοχή Θράκης και μάλιστα στην περιοχή απ’ όπου θα διέλθει ο αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης, το θέμα της περιβαλλοντικής παρουσίας έχει ιδιαίτερη σημασία αφού υπάρχουν γνωστοί βιότοποι και προστατευόμενες περιοχές (Natura 2000). Επιπλέον, στην απόληξη του αγωγού, πλησίον της Αλεξανδρούπολης, όπου θα κατασκευαστούν μεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη φροντίδα ώστε αυτή η βιομηχανική δραστηριότητα όχι μόνο να μη δημιουργήσει ρύπανση στο περιβάλλον, αλλά να σχεδιασθεί έτσι ώστε να μην παρενοχλήσει τον οικιστικό ιστό.
Τόσο η έλλειψη ενός περιφερειακού ενεργειακού σχεδιασμού σε περιφερειακό επίπεδο (π.χ. Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, Κρήτη, Πελοπόννησος, Δωδεκάνησα) όσο και η απουσία μιας μακρόπνοης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής είναι παράγοντες υπεύθυνοι για το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σήμερα από τις πλέον εξαρτώμενες χώρες της Ε.Ε. σε εισαγωγές υδρογονανθράκων και από τις πλέον ρυπογόνες στην παραγωγή ενέργειας.