Ευνοϊκότερα επιτόκια για τους καλούς πελάτες μέσα από την εξατομικευμένη τιμολόγηση των δανείων και ποιοτικό διαχωρισμό του χαρτοφυλακίου των δανείων σε εκείνα που συνοδεύονται ή όχι, με εξασφαλίσεις για τις τράπεζες, συνεπάγεται η προσαρμογή των τραπεζών στο νέο κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε χθες το νέο θεσμικό πλαίσιο με τη μορφή δέκα πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νίκου Γκαργκάνα, που τυπικά τίθεται σε ισχύ από την αρχή του επόμενου χρόνου. Το πρώτο πάντως crash test θα γίνει με βάση τα στοιχεία του 9μήνου, καθώς όλες οι τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε μια κατ’ αρχήν προσαρμογή στους νέους κανόνες.
Εκτός από τον τρόπο υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου, σημαντική καινοτομία που εισάγεται για πρώτη φορά, είναι η έννοια του λειτουργικού κινδύνου. Πρόκειται για το ενδεχόμενο να προκύψουν απώλειες από λάθη ή παραλείψεις προσώπων, πιθανότητα που θα πρέπει υποχρεωτικά να υπολογίζεται και να καλύπτεται από τις τράπεζες με τη διακράτηση πρόσθετων κεφαλαίων.
«Επανάσταση στη διαχείριση»
Τραπεζικά στελέχη παραδέχονται ότι οι νέοι κανόνες συνιστούν «επανάσταση στον τρόπο διαχείρισης του κινδύνου», που με βάση το διαχωρισμό σε πιστωτικό, λειτουργικό και σε κίνδυνο αγοράς, απαιτεί το διακριτό υπολογισμό κεφαλαίων για κάθε κατηγορία.
Πειραιτέρω, οι νέοι κανόνες δίνουν τη δυνατότητα στις τράπεζες, ανάλογα με το κατά πόσο εξελιγμένα συστήματα διαθέτει, να επιλέξουν μεταξύ των τριών μεθόδων υπολογισμού του κινδύνου, την τυποποιημένη μέθοδο, τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων και την εξελιγμένη μέθοδο. Όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη «η πιο εξελιγμένη μέθοδος επιτρέπει τον υπολογισμό του κινδύνου, δηλαδή την πιθανότητα κάποιος δανειολήπτης να μην πληρώσει το δάνειό του, με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ανάλογα λοιπόν από το αν κάθε τράπεζα διαθέτει καλό χρατοφυλάκιο δανείων ή δάνεια με εξασφαλίσεις, θα μπορεί να τιμολογεί καλύτερα τον κίνδυνο και να προσφέρει μειωμένα επιτόκια στους καλούς δανειολήπτες». Αντίστοιχα κάθε τράπεζα θα μπορεί να μειώνει την υποχρέωσή της να διακρατά αυξημένα – σε σχέση με τους υπόλοπους ανταγωνιστές της – κεφάλαια, απελευθερώνοντας ρευστότητα. Μεγάλοι ωφελημένοι αναμένονται να αναδειχθούν οι τράπεζες με μεγάλα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων, στο βαθμό που τα δάνεια αυτά συνοδεύονται με υποθήκες και μειώνουν έτσι τον πιστωτικό κίνδυνο για τις τράπεζες.
Λειτουργικός κίνδυνος
Σε ότι αφορά το λειτουργικό κίνδυνο, οι επικεφαλής των τραπεζών συμφωνούν ότι «θα αποτελέσει ένα σημαντικό κεφαλαιακό κόστος» για τις τράπεζες, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν είχαν καμμιά σχετικού είδους υποχρέωση με τη μορφή κεφαλαικής απαίτησης.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, η υποχρέωση αυτή θα εξανεμίσει κάθε όφελος που μπορεί να προκύψει για τις τράπεζες από τον ακριβέστερο υπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου, στο βαθμό βεβαίως που πρόκειται για τράπεζα, η οποία είναι σε θέση με εφαρμόσει την αναβαθμισμένη μέθοδο αξιολόγησης. Στον αντίποδα θα βρεθούν οι μικρότερες τράπεζες, που θα πληγούν από την υποχρέωση διακράτησης αυξμένων κεφαλαίων τόσο για τον πιστωτικό όπως και για το λειτουργικό κίνδυνο, καθώς δεν θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν εξελιγμένες μεθόδους για καμμιά κατηγορία. Η προσαρμογή στους κανόνες της Βασιλείας θα αποτελέσει πάντως ένα κρίσιμο στοίχημα, συνολικά για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς θα αναδείξει τις αδυναμίες τους, που δεν είναι άλλες από τα αυξημένα επίπεδα καθυστερήσεων που έχει. Όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη έκθεση της ΤτΕ, οι ελληνικές τράπεζες θα απωλέσουν ανταγωνιστικότητα, εάν δεν φροντίσουν να βελτιώσουν το δείκτη δάνεια σε καθυστέρηση στο σύνολο του χαρτοφυλακίου, που με βάση τα στοιχεία του 2006, είναι στο 5,6%, δηλαδή σε διπλάσια επίπεδα από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Νεο πλαίσιο
Στη σχετική ανακοίνωση της ΤτΕ σημειώνεται ότι το νέο πλαίσιο καθιερώνει τους ακόλουθους τρεις θεμελιώδεις άξονες εποπτείας, «Πυλώνες»:
– Θεσπίζονται νέες μέθοδοι προσδιορισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι των κινδύνων που τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά κανόνα, αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και καθιερώνονται κεφαλαιακές απαιτήσεις και για το λειτουργικό κίνδυνο (Πυλώνας 1).
– Καθορίζονται οι αρχές, τα κριτήρια και η διαδικασία με την οποία κατ’ αρχήν τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και η εποπτική αρχή, αξιολογούν την επάρκεια των κεφαλαίων και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων κάθε πιστωτικού ιδρύματος χωριστά, σε σχέση με τους πάσης φύσεως κίνδυνους στους οποίους αυτό εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, πέραν από εκείνους που αντιμετωπίζονται στον Πυλώνα 1 (Πυλώνας 2).
– Καθιερώνονται υποχρεώσεις δημοσιοποίησης στοιχείων για την ενίσχυση της διαφάνειας και της πειθαρχίας της αγοράς με την παροχή στους ενδιαφερόμενους της δυνατότητας σύγκρισης τόσο της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων, της κεφαλαιακής και οργανωτικής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων, παρέχοντας έτσι κίνητρο για την βελτίωσή τους, όσο και των μεθόδων και πρακτικών που εφαρμόζουν οι εποπτικές αρχές (Πυλώνας 3).