Τα κρίσιμα μέτωπα για μια σύγχρονη κοινωνία δεν είναι ούτε πολλά ούτε μυστηριώδη, είναι όμως πολύ σοβαρά: Η Παιδεία, η Υγεία, η ασφάλεια, η εργασία και η ασφάλιση, η οικονομία. Πάνω σε αυτά τα θέματα είναι λογικό να γίνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στους πολιτικούς φορείς ώστε, με τη συνισταμένη των κοινωνικών δυναμικών που αναπτύσσονται, να λαμβάνονται αποφάσεις που βοηθούν τελικά τους πολίτες και το κράτος.
Προφανώς αυτά δεν εμπίπτουν στην περίπτωση της Ελλάδας. Η πολιτική αντιπαράθεση εδώ αναλώνεται σε τελείως επουσιώδη ζητήματα ακόμα κι αν εκκινείται από θέματα που είναι σοβαρά. Για παράδειγμα, η προκήρυξη των εκλογών αντιμετωπίστηκε με αιτιάσεις για την επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας και δήθεν αγωνιώδη ερωτήματα για το αν η ψήφιση των νομοσχεδίων με «παροχολογικό» περιεχόμενο μετατρέπει τους ψηφοφόρους σε ομήρους ή όχι.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα της οικονομίας. Το έως δακρύων πρόχειρο επιχείρημα ότι οι στατιστικές ευημερούν, ενώ το «καλάθι της νοικοκυράς» ασθενεί (παρότι εμπεριέχει μια κάποια αλήθεια) είναι παραπλανητικό, αφού τα δημοσιονομικά δεν μπορεί να συγκρίνονται με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Οποιος το κάνει αυτό αγνοεί βασικές οικονομικές αλληλουχίες και απλώς υποκύπτει σε εύκολους λαϊκισμούς.
Ομοίως, οι επισημάνσεις του πρωθυπουργού για το ασφαλιστικό, παρότι αποτελούσαν απλή επανάληψη των λεχθέντων το -επίσης προεκλογικό- έτος 2004, εκρίθησαν ακριβώς γι’ αυτό: ότι ήταν επαναλήψεις χωρίς άλλη επεξεργασία, ενώ απείρως σοβαρότερο ζήτημα είναι το περιεχόμενό τους. Το ίδιο ανούσιο είναι και το ρητορικό ερώτημα «γιατί δεν έκανε η κυβέρνηση τίποτε για το ασφαλιστικό τόσα χρόνια που κυβερνά».
Εν τέλει, στην περίπτωση του ασφαλιστικού αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο ο στρουθοκαμηλισμός κυβερνώντων και κυβερνωμένων, πολιτικών και πολιτών. Απαντες γνωρίζουν ότι σε 15 περίπου χρόνια το πρόβλημα θα γίνει εκρηκτικό καθώς τα Ταμεία δεν θα έχουν τα περιουσιακά στοιχεία για να πληρώνουν συντάξεις και άλλες ασφαλιστικές παροχές (ιατροφαρμακευτικές, κ.λπ.). Τότε η αναλογία μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων θα είναι ακόμα χειρότερη από το περίπου 1,75 προς 1 που διαμορφώνεται σήμερα. Σημειώνεται ότι για ένα υγιές ασφαλιστικό σύστημα η αναλογία θα πρέπει να είναι περί τους 4 εργαζομένους για κάθε συνταξιούχο. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να επιτευχθεί πλέον ποτέ ξανά στην Ελλάδα, διότι όσο η τεχνολογία βελτιώνεται τόσο το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται.
Εκείνο που μπορεί να αλλάξει, όμως, είναι η νοοτροπία. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει οργανώσει καλύτερα και ταχύτερα την έρευνα επί των προβλημάτων του ασφαλιστικού, αφού είχε διακηρύξει ότι ο διάλογος για το ζήτημα θα ξεκινήσει μόλις τελειώσει την προκαταρκτική εργασία της η «Επιτροπή Σοφών» υπό τον κ. Ν. Αναλυτή. Ομως, οι μήνες πέρασαν χωρίς να υπάρχει κάποιο πόρισμα. Αίφνης (και παρά τις παροτρύνσεις μεταξύ άλλων και του ίδιου του κ. Αναλυτή, να μην τεθεί το ασφαλιστικό σε προεκλογική βάση) διά πρωθυπουργικών χειλέων το θέμα ανακινείται -προφανώς για καθαρά προεκλογικές σκοπιμότητες- χωρίς να προστίθεται τίποτε καινούργιο στην ομιχλώδη βάση του 2004.
Από την άλλη πλευρά τα συνδικάτα και η αντιπολίτευση βολεύονται στις -επίσης εξόχως προεκλογικές- κορόνες περί των κεκτημένων, χαϊδεύοντας τα αυτιά συνταξιούχων και εργαζομένων. Ομως, μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν (ούτε) για το ασφαλιστικό. Σήμερα, μόνο για την επιβίωση του ΙΚΑ ο προϋπολογισμός πληρώνει περί το 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 2,5 δισ. ευρώ ετησίως. Προφανώς, αυτός είναι ο δρόμος με τον οποίο θα λυθεί το ασφαλιστικό πρόβλημα. Το κράτος θα αναλάβει να στηρίζει τα Ταμεία πληρώνοντας ένα ποσοστό των δαπανών τους. Ομως, τα χρήματα αυτά συλλέγονται από φόρους, δηλαδή αποτελούν ούτως ή άλλως μια εισφορά των ενεργών πολιτών προς τους ηλικιωμένους.
Αρα, η ανάγκη για την τακτοποίηση του όλου συστήματος, έτσι ώστε να μην καταναλίσκει επιπλέον πόρους (π.χ. με την εξαγγελθείσα για το μέλλον μηχανοργάνωση) και για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής (με την απλή τήρηση των διατάξεων που ήδη είναι θεσμοθετημένες) θα έπρεπε να έχει ήδη κινητοποιήσει αυτή την κυβέρνηση και όλες τις προηγούμενες. Κι ας απέμενε για αργότερα η «μεταρρύθμιση» στα όρια ηλικίας και στο ύψος των εισφορών, για τα οποία, άλλωστε, όλοι κόπτονται ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν.