Παραμένει πολύ ακριβός ο δανεισμός στην Ελλάδα σε σχέση με Ε.Ε.

Παραμένει πολύ ακριβός ο δανεισμός στην Ελλάδα σε σχέση με Ε.Ε.

6' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί οι τραπεζίτες να υποστηρίζουν, σε κάθε ευκαιρία, ότι τα επιτόκια στη χώρα μας μειώνονται με ταχύτατους ρυθμούς κι ότι ο ανταγωνισμός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, όμως -παραδόξως πώς- οι Ελληνες εξακολουθούν να δανείζονται με το ακριβότερο κόστος στην Ευρωζώνη. Εν όψει μάλιστα της επόμενης κρίσιμης συνεδρίασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία δεν αποκλείεται να αποφασίσει νέα αύξηση των επιτοκίων, τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα για τους απλούς καταναλωτές, αλλά και τις επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί τα καταναλωτικά και τα επιχειρηματικά δάνεια στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι από τα ακριβότερα στην Ευρώπη, παρά την υποτιθέμενη, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, σύγκλιση. Σε σχέση, μάλιστα, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι Ελληνες πληρώνουν έως και τρεις ποσοστιαίες μονάδες ακριβότερα τα δάνεια που παίρνουν για να καλύψουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες, ενώ με βάση το ίδιο κριτήριο, ακριβότερα -από μία ποσοστιαία μονάδα και πάνω- σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους παίρνουν τα δάνεια και οι ελληνικές επιχειρήσεις. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά τους.

Τα στεγαστικά

Αντιθέτως, δείγματα προόδου φαίνεται να έχουν γίνει στο κομμάτι της στεγαστικής πίστης, όπου πράγματι το κόστος του χρήματος είναι φθηνότερο στην Ελλάδα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες-μέλη της Ζώνης της ΟΝΕ.

Είναι χαρακτηριστικό πως σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, ο ελληνικός μέσος όρος είναι χαμηλότερος κι αυτού ακόμα του ευρωπαϊκού. Κάτι τέτοιο, πριν από μόλις τρία χρόνια, θα φάνταζε μάλλον εξωπραγματικό. Σήμερα, όμως, συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός το οποίο αποδεικνύει πως όταν λειτουργεί πραγματικά ο ανταγωνισμός και γίνεται σωστή και αυστηρή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου, τότε τα περιθώρια μείωσης των επιτοκίων είναι υπαρκτά. Αναλυτικά, η εικόνα ανά κατηγορία δανεισμού, με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ, διαμορφώνεται ως εξής:

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ (Διάρκειας 1 – 5 ετών)

Μόνον οι Πορτογάλοι μας ξεπερνούν

Πρόκειται για την κατηγορία με τον πλέον μαζικό χαρακτήρα στο κομμάτι της καταναλωτικής πίστης. Κι αυτό γιατί λόγω των ποσών που χορηγούνται, τα χρονικά περιθώρια για την αποπληρωμή τους είναι συνήθως περιορισμένα. Σε αυτή την κατηγορία, λοιπόν, η χώρα μας έχει το θλιβερό προνόμιο να διατηρεί το δεύτερο ακριβότερο επιτόκιο, κατά μέσο όρο, σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ, ο μέσος όρος των επιτοκίων της συγκεκριμένης κατηγορίας δανείων διαμορφώνεται στο 9,53%. Μόλις μια χώρα και συγκεκριμένα η Πορτογαλία «δανείζει» με υψηλότερα επιτόκια τους ιδιώτες καταναλωτές. Εκεί το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται στο 10,29%. Δηλαδή το χρήμα είναι κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα ακριβότερο σε σχέση με την Ελλάδα. Αντιθέτως, από την άλλη πλευρά, η τρίτη ακριβότερη χώρα βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Ελλάδα. Για την ιστορία, πρόκειται για την Ισπανία, όπου το τραπεζικό σύστημα χορηγεί στους δανειολήπτες καταναλωτικά δάνεια μικρής διάρκειας με μέσο επιτόκιο 8,30%. Δηλαδή, η απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας από την Ισπανία είναι πάνω από 1,20%, γεγονός που καθιστά την απόσταση «ασφαλείας». Το βασικό επιχείρημα που προβάλλει η πλευρά των τραπεζών, κάθε φορά που τίθεται το ζήτημα του υψηλού κόστους με το οποίο δανείζεται στην Ελλάδα το χρήμα στη συγκεκριμένη δημοφιλή κατηγορία χορηγήσεων, είναι ότι «κρύβει πολλές επισφάλειες». Από την άλλη πλευρά, όμως, η επιθετική πολιτική που εφαρμόζουν οι ίδιες, προκειμένου να προσελκύσουν νέους πελάτες, είναι η βασική αίτια αυτών των περισσότερων κακών δανείων. Οπότε δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, τον οποίο καλούνται να πληρώσουν συνήθως οι καλοί πελάτες των τραπεζών, οι οποίοι είναι και οι περισσότεροι. Μόλις το τελευταίο διάστημα, με την υιοθέτηση των κανόνων της Βασιλείας ΙΙ, εκφράζεται η αισιοδοξία ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί, καθώς προβλέπεται η δημιουργία των επιτοκίων δύο ταχυτήτων (για τους καλούς και τους κακούς δανειολήπτες). Εως τότε, όμως, η κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί ιδιαίτερα.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ (για διάρκεια πάνω από 5 χρόνια)

Απογοητευτική πρωτιά

Στη συγκεκριμένη κατηγορία χορηγήσεων, που επίσης είναι από τις πλέον δημοφιλείς μεταξύ των δανειοληπτών, η Ελλάδα κατέχει τη θλιβερή πρωτιά: Οι τράπεζες, που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, δανείζουν τους ιδιώτες πελάτες τους με το ακριβότερο επιτόκιο της Ευρωζώνης. Το μέσο ποσοστό, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ, είναι 8,26%. Πρόκειται, δηλαδή, για το υψηλότερο της ΟΝΕ και -δυστυχώς- αυτή η πρωτιά πολύ δύσκολα θα αμφισβητηθεί.

Αρκεί να σημειωθεί ότι η δεύτερη ακριβότερη χώρα στην ΟΝΕ, όσον αφορά τα δάνεια αυτής της κατηγορίας, είναι η Πορτογαλία, με μέσο επιτόκιο 7,65%. Και προκειμένου να υπάρχει μια πληρέστερη εικόνα της κατάστασης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο μέσος όρος της Ευρωζώνης στα καταναλωτικά δάνεια αυτής της διάρκειας είναι μόλις 6,04%. Δηλαδή, η διαφορά από την ακριβότερη Ελλάδα ξεπερνάει το 2,2%. Οπερ σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει να διανύσει ακόμα πάρα πολύ δρόμο έως ότου επέλθει η σύγκλιση (αν, βεβαίως, ποτέ επέλθει), με ή χωρίς την εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙ.

Εννοείται ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για σύγκλιση (στο ορατό μέλλον τουλάχιστον) με τη Φινλανδία, όπου τα καταναλωτικά δάνεια, με διάρκεια μεγαλύτερη των 5 ετών, χορηγούνται με μέσο επιτόκιο 5,26% ή με το Βέλγιο ή την Ολλανδία, όπου το μέσο επιτόκιο είναι 5,38%.

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ (με σταθερό επιτόκιο)

Υψηλά το μέσο επίπεδό τους

Μπορεί η κινητικότητα που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια στο κομμάτι της στεγαστικής πίστης να είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση των επιτοκίων, παρόλα αυτά όμως το μέσο επίπεδό τους στη χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, σε σχέση με τα ισχύοντα στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Για την ακρίβεια, τα σταθερά επιτόκια διαμορφώνονται κατά μέσο όρο στο 5,14% και είναι τα δεύτερα υψηλότερα στην ΟΝΕ. Προηγείται η Ιταλία, όπου το μέσο σταθερό στεγαστικό επιτόκιο κυμαίνεται σήμερα στο 5,31%, ακολουθεί η χώρα μας, ενώ την πρώτη τριάδα κλείνει η Γερμανία με 5,13%. Την ίδια ώρα ο μέσος όρος της Ευρωζώνης διαμορφώνεται στο 4,86%, γεγονός που από μόνο του συνεπάγεται ότι η Ελλάδα έχει ακόμα σαφώς πολλά περιθώρια μείωσης του κόστους του χρήματος και σε αυτόν τον τομέα. Ανεξαρτήτως του τι υποστηρίζουν οι τραπεζίτες, που θεωρούν ότι η σύγκλιση έχει ήδη επέλθει. Οπως αποδεικνύεται στην πράξη, όμως, κάτι τέτοιο δεν έχει συντελεσθεί κι απομένουν να γίνουν πολλά ακόμα για να επιτευχθεί ο στόχος. Αλλωστε, οι μεγάλες εγγυήσεις που δίνονται για την άντληση των κεφαλαίων από τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων, κατατάσσουν τα στεγαστικά σταθερού επιτοκίου στα πιο ασφαλή. Οπότε δεν τίθεται θέμα επισφαλειών.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ (με κυμαινόμενο επιτόκιο)

Πλήττουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα

Αλλη μια θλιβερή «διάκριση» για το κόστος του χρήματος στην Ελλάδα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, που καλούνται καθημερινά να σηκώσουν το κύριος βάρος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας εκτός συνόρων, δανείζονται, από το τραπεζικό σύστημα, με το δεύτερο υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρωζώνη.

Πορτογαλία – Αυστρία

Συγκεκριμένα, το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο για δάνεια με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους (ουσιαστικά δηλαδή για δάνεια που στόχο έχουν την άντληση κεφαλαίου κίνησης) είναι σήμερα 6,48%. Μόνο στην Πορτογαλία οι εταιρείες δανείζονται με ακριβότερο κόστος (6,92%), ενώ ο κοινοτικός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 5,54%. Την ίδια ώρα στην Αυστρία, για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις παίρνουν δάνεια διάρκειας μικρότερης του ενός έτους με επιτόκιο 5,10%. Δηλαδή, πολύ πιο φθηνά σε σχέση με την Ελλάδα, η οποία ακόμα αναζητά τις αιτίες των χαμηλών επενδύσεων και της μικρής ανταγωνιστικότητας στους κόλπους της Ευρωζώνης.

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ (με κυμαινόμενο επιτόκιο)

Με το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη

Είναι η μόνη κατηγορία δανείων όπου η χώρα μας μπορεί να «υπερηφανεύεται» ότι έχει καταφέρει ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση της μείωσης των επιτοκίων κι όχι μόνο. Αυτή τη στιγμή, το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων, με κυμαινόμενο επιτόκιο, στην Ελλάδα, είναι χαμηλότερο κι από αυτόν ακόμα τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, διαμορφώνεται στο 4,90%, όταν σε ολόκληρη την ΟΝΕ βρίσκεται ήδη στο 4,99%. Μάλιστα, οι προοπτικές θα ήταν ακόμα πιο αισιόδοξες για το μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε η τελευταία κρίση στις διεθνείς αγορές που ανέτρεψε το κλίμα και δημιούργησε συνθήκες «παγώματος» ή και ανόδου των επιτοκίων. Οχι βεβαίως ότι και στις υπόλοιπες χώρες η κατάσταση διαμορφώνεται δραματική, αφού με εξαίρεση τη Γερμανία όπου το επιτόκιο βρίσκεται στο 5,64%, σε όλες τις άλλες χώρες οι διαφορές είναι από μικρές έως κι ελάχιστες.

Αυτό όμως δεν μετριάζει την ελληνική επιτυχία, η οποία είναι ξεκάθαρη κι αποδεικνύει πως όταν η πίεση της αγοράς είναι μεγάλη, τότε οι μηχανισμοί δουλεύουν και το κόστος του χρήματος μπορεί να συμπιεσθεί με ευρωπαϊκούς όρους. Κατά συνέπεια, καταρρίπτονται κι όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλουν οι τραπεζίτες για τις υπόλοιπες κατηγορίες δανείων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή