Ενα δισ. ευρώ θα στοιχίσει το ράλι του πετρελαίου στην οικονομία μας

Ενα δισ. ευρώ θα στοιχίσει το ράλι του πετρελαίου στην οικονομία μας

7' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε απειλή για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη εξελίσσεται η αντίρροπη κίνηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου (στα υψηλότερα ιστορικά επίπεδα) και του δολαρίου (στα χαμηλότερα) επηρεάζοντας περισσότερο τις χώρες που εμφανίζουν υψηλή εξάρτηση από το πετρέλαιο και διευρυμένο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. H Ελλάδα ανήκει σε αυτή την κατηγορία καθώς είναι εξαρτημένη σε ποσοστό 62,5% από το πετρέλαιο έναντι 44% εξάρτησης των χωρών της Ζώνης του Ευρώ και μόλις 32,9% της E.E. των «15». Σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ένταση της ελληνικής οικονομίας, η Ελλάδα κατέχει την 2η υψηλότερη θέση, μετά τη Φινλανδία, απέχοντας 21,4% από τον μέσο όρο των χωρών της E.E. των «15». Οι επιπτώσεις της νέας κούρσας τιμών του πετρελαίου στη διεθνή αγορά θα είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους μεγαλύτερες για τη χώρα μας και θα διευρύνει το χάσμα ανταγωνιστικότητας έναντι των εταίρων της.

Οι πληθωριστικές πιέσεις από το «εισαγόμενο» πρόβλημα αναμένεται να πολλαπλασιαστούν λόγω του ελλείμματος ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους της οικονομίας που δημιουργεί συνθήκες κερδοσκοπίας και της γενικευμένης τάσης για ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών που συνδέονται με το πετρέλαιο. H συγκυρία αντίστοιχων τάσεων στα σιτηρά που έχει επηρεάσει όχι μόνο την τιμή των αλεύρων και του ψωμιού αλλά και των γαλακτομικών προϊόντων δημιουργεί συνθήκες για διάχυση του προβλήματος σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας.

Ο «λογαριασμός» που θα πληρώσουμε ως χώρα για το πετρέλαιο το 2007 θα είναι υψηλότερος κατά 10,6% έναντι του 2006, ενώ θα ήταν πολύ υψηλότερος εάν το δολάριο δεν βρισκόταν σε ανάδρομη πορεία με αυτήν του πετρελαίου. Εξαιτίας αυτής της σχέσης η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί από τις αρχές του χρόνου σε ποσοστό 37,2% σε δολάρια και 12,6% σε ευρώ. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι με την πορεία που έχουν πάρει οι τιμές διεθνώς και υπό την προϋπόθεση μη ανακοπής της μέχρι το τέλος του έτους, για το 2007 διαμορφώνεται μέση τιμή της τάξης των 70,3 δολαρίων το βαρέλι ή 51,68 ευρώ το βαρέλι. Με βάση αυτές τις τιμές, ο «λογαριασμός» για αγορές αργού το 2007 υπολογίζεται αυξημένος κατά ένα δισ. ευρώ, έναντι του 2006. Εάν συνυπολογιστεί και η δαπάνη για το πετρέλαιο θέρμανσης (περίοδος Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2007) το συνολικό επιπλέον κόστος θα ανέλθει στο 1,130 δισ. ευρώ.

Πετρέλαιο θέρμανσης

Σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης η Ελλάδα εισάγει σε ετήσια βάση 2,5 εκατ. τόνους περίπου (συνολική κατανάλωση 3,6 – 3,8 εκατ. τόνους) για την περίοδο διακίνησής του, Οκτώβριος – Απρίλιος. O μέσος όρος τιμών στην αγορά της Μεσογείου το διάστημα Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2006 ήταν 525 δολάρια ο τόνος και σε τιμές ευρώ 441. Στις 20 Σεπτεμβρίου η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης ανήλθε σε 715 δολάρια ο τόνος και σε ευρώ στα 507, σημειώνοντας αύξηση 15%. Αυτό σημαίνει μια επιβάρυνση για την ελληνική οικονομία κατά 80 λεπτά το λίτρο και διαμόρφωση της λιανικής τιμής γύρω στα 60 λεπτά το λίτρο έναντι 52 λεπτά το λίτρο πέρυσι (μέση τιμή περιόδου). H διαφορά θα ήταν διπλάσια εάν δεν είχαμε παράλληλη υποτίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ. Με βάση αυτά τα δεδομένα τιμών για το πετρέλαιο θέρμανσης και μόνο για το διάστημα Οκτώβριος – Δεκέμβριος θα καταβάλλουμε αυξημένο ποσό σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2006 κατά 230 εκατ. ευρώ και μέχρι το τέλος εποχής διακίνησης του προϊόντος (Απρίλιος 2007) το ποσό αυτό θα αυξηθεί στα 330 εκατ. ευρώ.

Βενζίνες

Σε ό,τι αφορά τις τιμές των βενζινών και του πετρελαίου κίνησης υπολογίζεται ότι με μέση τιμή αργού στα 80 δολάρια το βαρέλι για το επόμενο έτος θα επέλθει αύξηση της τάξης του 5%. H τιμή της αμόλυβδης πάντως έχει πάρει ήδη την ανιούσα στην εγχώρια αγορά και διαμορφώνεται (μέση τιμή) σε 1,023 ευρώ ανά λίτρο (14 Σεπτεμβρίου).

Τους τελευταίους 8 μήνες η μέση τιμή της αμόλυβδης έχει αυξηθεί στη χώρα μας κατά 12,17%.

Επιπτώσεις σε κλάδους

Η αύξηση της τιμής των καυσίμων αναμένεται να επηρεάσει αυξητικά κλάδους που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτήν. Σοβαρότερα εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν οι κλάδοι των μεταφορών (ακτοπλοΐα, κόμιστρα ταξί, αεροπορικοί ναύλοι κ.λπ.), ενεργοβόροι κλάδοι όπως η μεταλλουργία, τσιμεντοβιομηχανία και τα πλαστικά, αλλά και ο κλάδος των κατασκευών. O κλάδος του λιανικού εμπορίου έχει προβλέψει ήδη διά των εκπροσώπων του αυξήσεις της τάξης του 5% από τα καύσιμα, ενώ ο κλάδος τροφίμων ωθείται σε αυξήσεις εξαιτίας της ανόδου των βασικών πρώτων υλών (σιτηρά, σόγια, ζάχαρη κ.λπ.).

Τα διυλιστήρια και οι ναυτιλιακές εταιρείες ευνοούνται από τη συγκυρία της υψηλής διακύμανσης των τιμών του πετρελαίου.

Προϋπολογισμός, ανάπτυξη, εξαγωγές

Η διατήρηση των διεθνών τιμών σε επίπεδα άνω των 80 ευρώ το λίτρο απειλεί να ανατρέψει και τον προϋπολογισμό που έχει στηριχτεί σε προβλέψεις για μέση τιμή στα 68,5 δολάρια το βαρέλι. Το πετρέλαιο που μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του έτους λειτούργησε επιβραδυντικά στον ρυθμό μείωσης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, από τον έβδομο κιόλας μήνα του έτους ανέτρεψε αυτό το θετικό δεδομένο διευρύνοντας το έλλειμμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το πρώτο εξάμηνο του έτους το έλλειμμα από τις εισαγωγές καυσίμων ήταν μειωμένο κατά 330 εκατ. ευρώ και παρ’ όλα αυτά το συνολικό εμπορικό έλλειμμα ήταν αυξημένο κατά 12,4 δισ. ευρώ. Το επτάμηνο το έλλειμμα από τις εισαγωγές καυσίμων ανήλθε σε 4.971 δισ. ευρώ έναντι 4.882 δισ. ευρώ το επτάμηνο του 2006. Αρνητική επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα έχει και η υποτίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ, αφού θα επηρεάσει αντιστοίχως τις εξαγωγές της χώρας. Οι υψηλές τιμές πετρελαίου εκτιμάται ότι θα επιβραδύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης (πρόβλεψη για πάνω απο 4%). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της EKT η μόνιμη αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 10 δολάρια «ψαλιδίζει» τρία δέκατα από το ρυθμό ανάπτυξης.

Η ελληνική οικονομία εμφανίζεται περισσότερο ανοχύρωτη από άλλες οικονομίες ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στην νέα «κρίση» του πετρελαίου, λόγω της υψηλής εξάρτησης από αυτό.

Η λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές που αποτελεί ανάχωμα σε τέτοιες περιπτώσεις, για τη χώρα μας παραμένει ζητούμενο. Τη λειτουργία του ανταγωνισμού εξάλλου επικαλέστηκε ως απάντηση στο πρόβλημα και ο νέος υφυπουργός Ανάπτυξης με αρμοδιότητα στον τομέα της αγοράς, Γιώργος Βλάχος.

Η κατάσταση του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας μας

Το 2005 η συνολική Διάθεση Πρωτογενoύς Ενέργειας (ΔΠΕ) στην Ελλάδα έφτασε τα 31.1 Mtoe (μετρικούς τόνους ισοδύναμου πετρελαίου). Πρόκειται για αύξηση κατά 40% από τα επίπεδα του 1990 όταν η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ήταν 22.2 Mtoe. Το πετρέλαιο και ο λιγνίτης καλύπτουν περίπου το 86% της συνολικής διάθεσης ενέργειας, η οποία παρουσιάζει μια σταθερή αύξηση τα τελευταία χρόνια. Το φυσικό αέριο πρωτοεμφανίστηκε το 1995 και οι ΑΠΕ άρχισαν να εμφανίζονται σαν υπολογίσιμη πηγή παραγωγής ηλεκτρισμού στο τέλος της δεκαετίας του ’90. Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας ήταν περίπου 75% το 2005. Στην τελική κατανάλωση ενέργειας, τα πετρελαιοειδή καλύπτουν το 68.5% ο ηλεκτρισμός το 21.1%, ενώ μικρότερα ποσοστά καλύπτουν τα στερεά καύσιμα κυρίως στη βιομηχανία 2.2%, οι ΑΠΕ 5% και το φυσικό αέριο 2.8%. Ο τομέας των μεταφορών αντιπροσωπεύει το 39% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2005 και παρουσιάζει αύξηση 37% από το 1990. Το σύνολο του τριτογενούς, οικιακού, δημόσιου και αγροτικού τομέα κατανάλωσε το 2005 το 41% της ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του 1990 ήταν 32%.

Η βιομηχανία παρουσιάζει μια σταθερή κατανάλωση τα τελευταία χρόνια, η οποία το 2005 ήταν 4.1 Mtoe, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0.2 Mtoe ή 5% σε σχέση με το 1990.

Σύγκριση με το μέσο όρο της Ε.Ε. «15»: Το 57% της συνολικής ζήτησης ενέργειας στην Ελλάδα, καλύπτεται μέσω της κατανάλωσης του πετρελαίου. Οι καθαρές εισαγωγές πετρελαίου στη χώρα μας αποτελούν το 65,2% της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας, έναντι 44% στη Ζώνη του Ευρώ και μόλις 32,9% στην E.E. των «15». Σύμφωνα με τα στοχεία της Eurostat, η κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα πραγματικού ΑΕΠ δεν μεταβλήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ 1991-2002, ενώ στην Ευρώπη των «15» στο ίδιο διάστημα μειώθηκε κατα 15% και στην Ευρωζώνη κατά 9%. Ο δείκτης της ενεργειακής αποδοτικότητας για την Ελλάδα, ανέρχεται, σήμερα, στο 66,1%, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 71,3%.

Δεν καθορίζει η ζήτηση την τιμή του «μαύρου χρυσού»

Στη διαμόρφωση της τιμής του πετρελαίου, όπως τονίζει ο πρόεδρος των ΕΛΠΕ κ. Τίμος Χριστοδούλου, τον ρόλο δεν τον παίζει η ζήτηση. «Το πετρέλαιο έχει γίνει πια χρηματιστηριακό είδος και στη διεθνή αγορά υπάρχει ρευστότητα κεφαλαίων που αναζητά ευκαιρίες», δηλώνει, αποδίδοντας τεχνικά χαρακτηριστικά στην κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε πρόβλεψη, επισημαίνει, όμως, ως θετικό στοιχείο την τελευταία παρέμβαση του ΟΠΕΚ για αύξηση της παραγωγής κατά 500.000 βαρέλια, παρατηρώντας ότι ο «Οργανισμός λειτουργεί πλέον συγκροτημένα».

Σε σχέση με τις τιμές στην εγχώρια αγορά επισημαίνει και ο ίδιος τη λειτουργία του ανταγωνισμού αλλά και τον κίνδυνο δημιουργίας γενικευμένου κλίματος ανατιμήσεων και κερδοσκοπίας.

Για τον Ομιλο των ΕΛΠΕ προσδοκά τα οφέλη από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου αλλά και την υποτίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή