Σταδιακή κατάργηση μεταχρονολογημένων επιταγών προτείνει ο πρόεδρος του «Τειρεσία»

Σταδιακή κατάργηση μεταχρονολογημένων επιταγών προτείνει ο πρόεδρος του «Τειρεσία»

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οριστική επίλυση του προβλήματος των μεταχρονολογημένων επιταγών, μέσα από τη σταδιακή κατάργησή τους ως μέσου πίστωσης, προτείνει ο πρόεδρος της «Τειρεσίας» Α. Ε κ. Γιάννης Μούργελας, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για φαινόμενο, «παράταιρο με τις σημερινές συνθήκες των αγορών και των συναλλαγών». Ο πρόεδρος της «Τειρεσίας», αν και αναγνωρίζει ότι η τρέχουσα οικονομική συγκυρία δεν είναι η ιδανικότερη περίοδος για ένα τέτοιο μέτρο, ξεκαθαρίζει ότι αυτό «θα μπορούσε να γίνει σταδιακά σε βάθος τριετίας ή ακόμα και 4ετίας, διαφυλάσσοντας την ομαλή έξοδο της αγοράς από το ιδιότυπο αυτό καθεστώς».

Η ύπαρξη του φαινομένου συνδέεται άλλωστε με το μακρινό παρελθόν, όταν ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας και ειδικά το εμπόριο ήταν αποκλεισμένοι από το τραπεζικό σύστημα, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει, ενώ τέτοιου είδους προσαρμογές έχουν υιοθετηθεί πρόσφατα και σε άλλες χώρες. Ο κ. Μούργελας παραπέμπει στο παράδειγμα της Γαλλίας, όπου μόλις τον περασμένο Απρίλιο νομοθετήθηκε ο σταδιακός περιορισμός του χρόνου πίστωσης για την εξόφληση οποιασδήποτε οφειλής, π. χ. από τιμολόγιο, από τις 70 ημέρες στις 45, και τονίζει ότι «η έννοια της μεταχρονολογημένης επιταγής δεν υπάρχει στην Ευρώπη».

Η εκτίναξη των ακάλυπτων επιταγών στα 2,4 δισ. ευρώ, αν και αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, δεν συνιστά όπως επισημαίνει, «τεράστιο μέγεθος, στο βαθμό που τα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των επιταγών που σφραγίστηκαν αυξήθηκε από 0,5% που ήταν πριν από την κρίση στο 1%, περίπου, του συνολικού ποσού όλων των επιταγών που κυκλοφορούν στο σύστημα». Από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος και τα στοιχεία της ΔΙΑΣ προκύπτει ότι το συνολικό ποσό των επιταγών που πέρασαν από το σύστημα ανήλθε το 2008 στα 355 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι η μεταχρονολόγηση αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για την αγορά, η οποία έχει αντικαταστήσει ένα εργαλείο πληρωμής σε μέσο πίστωσης.

Ο κ. Μούργελας εξηγεί ότι η χρήση των ακάλυπτων επιταγών που καταχωρίζονται στο σύστημα ως κριτήριο για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου είναι υπόθεση των τραπεζών και όχι της «Τειρεσίας», και διευκρινίζει ότι «οι όποιες συνέπειες σφράγισης μιας επιταγής δεν επιβάλλονται από τον φορέα. Οι αστικές και ποινικές ευθύνες επιβάλλονται από το νόμο, που αποτελεί μεταφορά σχετικής διεθνούς συνθήκης στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, ενώ η στέρηση βιβλιαρίου επιταγών επιβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και είναι μέτρο που στοχεύει στον περιορισμό των ακάλυπτων επιταγών και των εξ αυτών δυσμενών επιπτώσεων στις συναλλαγές».

Το γεγονός, ωστόσο, ότι «η σφράγιση μιας επιταγής έχει καταλυτικές συνέπειες στη διαμόρφωση του πιστωτικού κινδύνου, έχει τεράστια σημασία και ως εκ τούτου οι προτάσεις που ακούγονται για τη μη καταχώριση στο αρχείο μας των σφραγισμένων επιταγών, θα έχουν δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις μακροπρόθεσμα». Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Μούργελας υπεραμύνεται της δυνατότητας να υπάρχει μια αξιόπιστη καταγραφή, μέσα από το αρχείο της «Τειρεσίας», αφού όπως εξηγεί, η χαλάρωση των κριτηρίων «θα εμποδίσει αφενός την ορθή αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου και αφετέρου θα οδηγήσει σε μια ακόμη αδικία εις βάρος όλων εκείνων που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει».

Μετά και τα στοιχεία του εννεαμήνου, που δείχνουν την εκ νέου εκτίναξη των ακάλυπτων επιταγών στα 2,4 δισ. ευρώ, οι εκτιμήσεις της αγοράς ανεβάζουν το ύψος τους μέχρι το τέλος του χρόνου σε επίπεδα άνω των 3 δισ. ευρώ. Η ερμηνεία για την άνοδο που καταγράφηκε το Σεπτέμβριο, δεν είναι εύκολη, στο βαθμό που «ο μηχανισμός των μεταχρονολογημένων επιταγών έχει τους δικούς του κανόνες. Σε περίοδο επιβράδυνσης της οικονομίας δεν επιμηκύνεται μόνον ο χρόνος της μεταχρονολόγησης κατά την έκδοση, αλλά εμφανίζεται εντονότερα και το φαινόμενο της αντικατάστασης επιταγών κατά τη λήξη τους με νέες, επίσης μεταχρονολογημένες. Πιθανολογώ, λοιπόν, ότι στις επιταγές που τώρα σφραγίζονται περιλαμβάνονται και αρκετές επιταγές αυτής της κατηγορίας, αφού δεύτερη, και πολύ περισσότερο τρίτη αντικατάσταση πρέπει να είναι αρκετά δύσκολη».

Υποτροπή

Τα στοιχεία δείχνουν ότι:

– Ενας στους δύο εκδότες ακάλυπτων επιταγών θα εκδώσει και άλλη.

– Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής, την οποία μετά τη σφράγισή της εξόφλησε, έχει πάνω από 28% πιθανότητες να εκδώσει νέα ακάλυπτη στα επόμενα 4 έτη.

– Πάνω από το 47% των εκδοτών ακάλυπτων επιταγών έχει από 2 έως 10 σφραγισμένες επιταγές.

– Πάνω από το 86% του συνόλου αυτών που έχουν εκδώσει ακάλυπτες επιταγές, οφείλει από αυτές πάνω από 5.000 ευρώ.

– Το ποσό των επιταγών που σφραγίζονται είναι κατά μέσον όρο 10.000 ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή