Οι γερμανικοί όμιλοι θέλουν, αλλά φοβούνται να επενδύσουν στη χώρα

Οι γερμανικοί όμιλοι θέλουν, αλλά φοβούνται να επενδύσουν στη χώρα

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αδυνατούν να δουν τα οφέλη από την πραγματοποίηση επενδύσεων στην ελληνική αγορά οι γερμανικοί όμιλοι, καθώς η γραφειοκρατία και η διαφθορά φαίνεται να συνιστούν ανυπέρβλητα εμπόδια.

Αυτό προκύπτει από χθεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times, με αφορμή τις παραινέσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομίας, Φιλιπ Ρεσλερ, προς τους βιομηχάνους της χώρας του να προχωρήσουν σε «επιθετική πολιτική επενδύσεων» στην Ελλάδα, ώστε να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του νέου πακέτου στήριξης ύψους 109 δισ. ευρώ.

Η «μεταμόρφωση της ανταγωνιστικότητας» της Ελλάδας δύναται να καταστεί εφικτή, σύμφωνα με τον Γερμανό αξιωματούχο, στη βάση επενδύσεων στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όμως οι Γερμανοί βιομήχανοι παραμένουν διστακτικοί. Προειδοποιούν δε ότι το επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα δεν είναι ελκυστικό για τις γερμανικές επιχειρήσεις που αναζητούν την αντικατάσταση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς από την απαράβατη ισχύ των νόμων. Στην άποψη αυτή συνάδει και η Invest in Greece, η οποία επισημαίνει ότι η γραφειοκρατία «τρομάζει» και εν τέλει διώχνει τους υποψήφιους επενδυτές, ενώ η πολυνομία δημιουργεί «γκρίζες ζώνες», διευκολύνει τις παρερμηνείες και τελικά καλλιεργεί τη διαφθορά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης «Doing Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έχασε 12 θέσεις το 2011 -καταλαμβάνοντας την 109η θέση μεταξύ 183 χωρών- σε ό, τι αφορά την ευκολία με την οποία ένας ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να κάνει έναρξη επιχείρησης. Απαιτούνται συνολικά 15 διαδικασίες, όταν ο μέσος όρος για τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 5,6, χρειάζονται συνολικά 19 ημέρες έναντι 13,8 ημερών, ενώ το κόστος διαμορφώνεται στη χώρα μας σε ποσοστό 20,7% του κατά κεφαλήν εισοδήματος, έναντι μόλις 5,3% του μέσου όρου των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.

Δεν εκπλήσσει λοιπόν μάλλον κανέναν που η πολυπλοκότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος, με αιχμή του δόρατος την αυξημένη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, αποτελεί βασική ανησυχία εκ μέρους των γερμανικών ομίλων που θα ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στη χώρα μας.

Ο σκεπτικισμός τους, δε, φαίνεται ότι απηχεί τα συναισθήματα σημαντικής μερίδας της γερμανικής κοινής γνώμης, η οποία έχει κατά καιρούς ασκήσει κριτική στην προθυμία της γερμανικής κυβέρνησης να παράσχει βοήθεια στην Ελλάδα. Υπάρχουν ωστόσο και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι τα όποια προβλήματα πρέπει να ξεπεραστούν, για το καλό τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρωζώνης συνολικά. «Είναι κρίσιμο να υπάρξει ανανέωση του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και επενδυτών στην Ελλάδα, μέσα από τον διάλογο», δήλωσε ο Στέφαν Μαρ, μέλος της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, στους Financial Times. Βέβαιο είναι πάντως ότι η χώρα μας έχασε πολύτιμο έδαφος σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας όταν οι πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επιτυγχάνοντας να προσελκύσουν επενδύσεις στη βάση των χαμηλών μισθών. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΗΕ για τη ροή των Ξένων Αμεσων Επενδύσεων, η χώρα μας παρουσίασε κάμψη της τάξεως του 10% το 2010 συγκριτικά με το 2009, προσελκύοντας συνολικές ροές ύψους 2,18 δισ. δολαρίων, ενώ βρέθηκε στην 119η θέση μεταξύ 141 χωρών σε ό, τι αφορά τον δείκτη απόδοσης ως χώρας υποδοχής.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμη στοιχεία τα οποία η χώρα μας μπορεί να μετατρέψει σε αδιαμφισβήτητα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αρκεί να υπάρξει η βούληση και η ανάλογη κινητοποίηση. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, η Ελλάδα κατέκτησε το 2010 την 43η θέση σε ότι αφορά τον δείκτη προσέλκυσης Ξένων Αμεσων Επενδύσεων, από την 48η το 2008, σε σύνολο 141 χωρών.

Δεν παράγουν στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνογερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, στην Ελλάδα λειτουργούν περί τις 150 γερμανικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, στην πλειονότητά τους δεν παράγουν τίποτε στη χώρα μας, δραστηριοποιούμενες κυρίως στον κλάδο της εμπορίας των προϊόντων τους. «Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και το πρόβλημα», σημειώνει στους Financial Times ο επικεφαλής του Επιμελητηρίου Μάρτιν Ναπ. Ο ίδιος όμως επισημαίνει ότι θα ήταν άστοχο να προσδοκά κανείς ότι η μείωση των μισθών στην Ελλάδα θα λειτουργούσε ως κίνητρο προσέλκυσης επενδυτών. Οπως τονίζει στην βρετανική εφημερίδα, «πρέπει να βρούμε και να εστιάσουμε στους τομείς που το μισθολογικό κόστος δεν συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για έναν πιθανό επενδυτή», υποστηρίζει. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο δρ Ιωάννης Σαρτζής, της Invest in Greece, κάνοντας λόγο για εξαιρετικές δυνατότητες ανάπτυξης στη χώρα μας στον τομέα της Ερευνας και της Καινοτομίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή