Πάνω από τις μισές μικρομεσαίες ανησυχούν για την επιβίωσή τους

Πάνω από τις μισές μικρομεσαίες ανησυχούν για την επιβίωσή τους

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υψηλό λειτουργικό κόστος, συρρίκνωσης της ζήτησης και οξύ πρόβλημα ρευστότητας, είναι τα βασικά προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες σε ποσοστό 54% ανησυχούν για τη δυνατότητα επιβίωσής τους. Το πρόβλημα κορυφώνεται για τις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν κύκλο εργασιών μικρότερο του 1 εκατ. ευρώ και είναι πιο ευάλωτες στην κρίση, σε σχέση με τις μεσαίες επιχειρήσεις με τζίρο από 1 έως 10 εκατ. ευρώ και οι οποίες δείχνουν σημάδια μεγαλύτερης αντοχής.

Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την έρευνα συγκυρίας που πραγματοποίησε η Εθνική Τράπεζα, από την οποία επιδιώκεται να δημιουργηθεί για πρώτη φορά ένας δείκτης εμπιστοσύνης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στόχος σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής κ. Αλέξανδρο Τουρκολιά είναι να καλυφθεί ένα σημαντικό κενό ενημέρωσης στην αγορά, έτσι ώστε η πολιτεία και το τραπεζικό σύστημα να είναι σε θέση να λάβουν τα κατάλληλα διαρθρωτικά μέτρα.

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή Στρατηγικής και Δραστηριοτήτων Εξωτερικού κ. Παύλο Μυλωνά οι κατευθύνσεις πολιτικής μπορούν να δομηθούν γύρω από τον περιορισμό του λειτουργικού κόστους μέσω συγκέντρωσης σε μεγαλύτερα σχήματα, ενίσχυσης της ρευστότητας μέσω δημιουργίας εγγυοδοτικών σχημάτων για την παροχή εγγυήσεων, για την εισαγωγή πρώτων υλών και τη στήριξη των πωλήσεων, μέσω πολιτικών προώθησης της εξωστρέφειας.

Η έρευνα αναδεικνύει την έλλειψη ρευστότητας ως το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή το 40% – 45% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αναλύοντας το πρόβλημα ο γενικός διευθυντής Λιανικής Τραπεζικής της Εθνικής κ. Ανδρέας Αθανασόπουλος, το περιέγραψε ως αλλαγή του συναλλακτικού κυκλώματος, καθώς οι προμηθευτές έχουν περιορίσει τον χρόνο της πίστωσης για την παροχή πρώτων υλών, ενώ την ίδια στιγμή ο χρόνος είσπραξης επιμηκύνεται, δημιουργώντας ένα σημαντικό κενό ρευστότητας. Παρά το γεγονός ότι το επίπεδο δανεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας -ως δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια- είναι χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών, οι ελληνικές μμε εμφανίζουν υψηλότερη δανειακή επιβάρυνση σε σχέση με τις πωλήσεις τους, με τον λόγο δάνεια προς πωλήσεις να αγγίζει το 70% στην Ελλάδα έναντι 46% στην Ευρώπη.

Σε σχέση με τις μεσαίες επιχειρήσεις, οι μικρές σημείωσαν εντονότερη πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας τους και λόγω της περιορισμένης δυνατότητας κάλυψης των χρηματοοικονομικών τους εξόδων, έχουν αυξημένες ανάγκες σε κεφάλαια κίνησης. Το υψηλό ποσοστό καθαρού κέρδους περιορίζει άλλωστε σημαντικά τις δυνατότητες ευελιξίας τους σε σχέση με τις μεσαίες, με συνέπεια να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη συγχωνεύσεων και συνεργασιών, ώστε να αυξηθεί το μέσο μέγεθος.

Να σημειωθεί ότι οι μεσαίες επιχειρήσεις με τζίρο άνω του 1 και έως 10 εκατ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι παράγουν το 50% του συνολικού τζίρου των 150 δισ. ευρώ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αποτελούν μόλις το 4% επί του συνολικού αριθμού των 747.800 μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η παρέμβαση της Πολιτείας θα πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση της παροχής κινήτρων για τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, αλλά και τη δημιουργία εγγυοδοτικών μηχανισμών που θα επιτρέψουν στις μμε να αντλήσουν ρευστότητα για κεφάλαιο κίνησης και την αγορά πρώτων υλών. Από την πλευρά των εταιρειών εκτός από τον εξαγωγικό προσανατολισμό που αποτελεί μονόδρομο, αναγκαίες καθίστανται και οι δομικές αλλαγές που θα περιορίσουν το λειτουργικό τους κόστος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή